Compact version |
|
Monday, 23 December 2024 | ||
|
Η ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ... Στόχοι και περιεχόμενα του αφιερώματος του Βλάση Αγτζίδη Η κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη διαμόρφωσε στην περιοχή μας μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση, αποτέλεσμα των γεωπολιτικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, των ιστορικών εκκρεμοτήτων και της καθυστερημένης επίλυσης των βασικών ζητημάτων του αστικού-δημοκρατικού μετασχηματισμού. Οι κοινωνίες της Χερσονήσου του Αίμου, εκτός της Ελλάδας, είχαν υποχρεωθεί για αρκετές δεκαετίες να υποστούν την σκληρή δικτατορία των κομμουνιστικών γραφειοκρατιών, που διαμόρφωσαν μια νεο-φεουδαρχικού τύπου δομή, η οποία οδήγησε στην μεγάλη αναντιστοιχία των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις. Η πολιτική αυτή έφερε τις "unter kommunismus" κοινωνίες σε θέση αδυναμίας συγχρονισμού της ανάπτυξής τους με αυτές του υπόλοιπου κόσμου, την εμφάνιση μεγάλων ελλειμμάτων και την ανηλεή καταπίεση των πολιτών. Επί πλέον η δεσποτική αντίληψη που κυριάρχησε, εξέφρασε τις περισσότερες φορές, με κομμουνιστική βέβαια μορφή, τις "ανάγκες" εθνικής ομογενοποίησης μέσω της βίαιης πολιτισμικής προσαρμογής των μειονοτήτων στις επιλογές των κυρίαρχων εθνών. Πολλές φορές η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων πήρε σκληρότερες μορφές απ' αυτές που είχαν εφεύρει τα προκομμουνιστικά καθεστώτα. Οι κοινές συμπεριφορές των προκομμουνιστικών, κομμουνιστικών και μετακομμουνιστικών καθεστώτων αποδεικνύει μια απλή αλήθεια: ότι δηλαδή στη βάση των βαλκανικών εξελίξεων και διενέξεων ενυπάρχει το εθνικό ζήτημα. Ακριβώς στο σημείο αυτό αναδεικνύεται το βορειοηπειρωτικό σαν ζήτημα μιας ευρύτερης ομάδας εκκρεμών θεμάτων της βαλκανικής χερσονήσου. Το μεγάλο πρόβλημα στη σημερινή Ελλάδα είναι η έλλειψη θεωρητικής συζήτησης για τα φαινόμενα του ευρύτερου χώρου μας. Συνήθως, η προσέγγιση των εθνικών ζητημάτων γίνεται είτε με τον παραδοσιακό επιφανειακό τρόπο, είτε με μηχανική αναπαραγωγή θεωρητικών μοντέλων που η επεξεργασία τους έγινε στην Εσπερία. Η αποκλειστική σχεδόν χρήση των μοντέλων αυτών έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος της ελλαδικής διανόησης στη σχηματοποίηση των αντιθέσεων και στην κωδικοποίηση των σχέσεων των εθνών και των κρατών της περιοχής μας, με ένα τρόπο που ελάχιστα βοηθά στην ερμηνεία των όσων διαδραματίζονται. Με την παρατήρηση αυτή επισημαίνεται η βασική θεωρητική έλλειψη αυτή και η άμεση ανάγκη να αρχίσει επιτέλους η έρευνα για τα εθνικά ζητήματα με βάση την ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία της περιοχής μας, που απέχει πολύ από την εμπειρία των παλιών αποικιοκρατικών χωρών. Οι μελετητές της ιστορίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι το εθνικό πρόβλημα ταλάνισε τους βαλκανικούς λαούς από τις αρχές του 19ου αιώνα. Με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το εθνικό πρόβλημα εμφανίστηκε με όλη του την ένταση, θυμίζοντας την περίοδο εκείνη που οι κοινωνίες πραγματοποιούν τους αστικο- δημοκρατικούς μετασχηματισμους υπερβαίνοντας τις φεουδαρχικές σχέσεις. Από τη μια τα νεοδημιούργητα έθνη αναζητούν τις διάφορες Μεγάλες Ιδέες τους, βασιζόμενες κυρίως σε ιδεοληψίες (όπως οι Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων), ενώ από την άλλη οι εθνικές μειονότητες αναζητούν πολιτικούς όρους που θα τους επιτρέψουν να επιβιώσουν ως αυτοτελείς οντότητες (όπως οι Αλβανοί στα Σκόπια και τη Σερβία, οι Σέρβοι στην Κροατία και στη Βοσνία κ.λπ.). Σε όλο λοιπόν τον περίγυρό μας, οι διαδικασίες που πραγματοποιούνται ανήκουν στην πρώϊμη περίοδο διαμόρφωσης των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτή η "παραξενιά" της ιστορίας δημιούργησε μεγάλα προβλήματα και στην Ελλάδα, η οποία φαίνεται να είναι η μοναδική χώρα στην ευρύτερη περιοχή μας και να "προηγείται" κατά μία ιστορική φάση των υπόλοιπων χωρών. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει μέσα στα σύνορά της εθνικό πρόβλημα, το οποίο να απειλεί την συνοχή της και επί πλέον διαθέτει μια συμπαγή εθνικά περιοχή που συνορεύει με τις βαλκανικές χώρες. Η μικρή ομάδα των φιλοσκοπιανών της δυτικής Μακεδονίας είναι τελείως περιθωριακή εφόσον φαίνεται να λειτουργεί ως εντολοδόχος ομάδα παρά ως εκφραστής ενός κοινωνικού χώρου. Εξάλλου, τα αιτήματά της βρίσκονται εκτός εποχής, με την έννοια ότι στην Ελλάδα έχει επέλθει μια όσμωση μεταξύ των διαφόρων τοπικών ομάδων, με αποτέλεσμα οι ελληνικοί πληθυσμοί να έχουν μια αδιαμφισβήτητη ενιαία συνείδηση. Η μουσουλμανική μειονότητα των Τούρκων, Πομάκων και Τσιγγάνων που κατοικεί στην Ξάνθη και στη Ροδόπη είναι απόλυτα ελέγξιμη από την ελληνική πλευρά, εφόσον η ύπαρξή της καθορίζεται από τη Συνθήκη της Λοζάννης σε απολύτως αμοιβαία αριθμητική σχέση με την ελληνική της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου. Αντίθετα η Ελλάδα διαθέτει ελληνικής καταγωγής ομάδες σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές χώρες, από τους ελληνογενείς των Σκοπίων, μέχρι τους Σαρακατσάνους και Ανατολικορωμυλιώτες της Βουλγαρίας και τους απογόνους των παραδουνάβιων Ελλήνων στη Ρουμανία. Ομάδες που μπορούν να δράσουν θετικά ως γέφυρες για τη εμπέδωση της πολιτιστικής και οικονομικής επιρροής των Ελληνών. Η Ελλάδα όμως εμπλέκεται και πολιτικά στο εθνικό γίγνεσθαι των Βαλκανίων μέσω του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος, που εμφανίστηκε με την δημιουργία του αλβανικού κράτους και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Οι ιστορικές προϋποθέσεις Το αφιέρωμα, που φιλοξενεί σήμερα ο "Οικονομικός Ταχυδρόμος", είναι η ελάχιστη συμβολή στην βαθύτερη κατανόηση της φύσης των ελληνο-αλβανικών σχέσεων και του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος. Η πρόθεσή του είναι να προσφέρει στον αναγνώστη μια βαθειά γνώση των ιστορικών προϋποθέσεων του προβλήματος, των διαφόρων παραμέτρων που σχετίζονται με αυτό, καθώς και με την ποικιλία των απόψεων που εμφανίζονται σήμερα στην Ελλάδα. Στο πρώτο μέρος που αναφέρεται στην ιστορία του ζητήματος και της περιοχής, ο Βασίλης Κόντης αναλύει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις στον 20ο αιώνα σημείο προς σημείο. Ξεκινά ανιχνεύοντας τις πρώτες διαφωνίες κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, όταν η εξουσία στην περιοχή εξασκούνταν από τους μουσουλμάνους Αλβανούς και φτάνει μέχρι τις πρόσφατες αλλαγές. Ο Κωσταντίνος Βακαλόπουλος παρουσιάζει την πανάρχαια ελληνική παρουσία στον ηπειρωτικό χώρο μέσα από μαρτυρίες ξένων επιστημόνων και περιηγητών καθώς και την μεγάλη συμβολή τους στις εθνικοαπελευθερωτικές προσπάθειες του έθνους. Παρακολουθεί την εθνική διαφοροποίηση της περιοχής ως αποτέλεσμα των διαδοχικών κατακτήσεων. Στο απόσπασμα από το πολύ σημαντικό βιβλίο του νυν υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης Αλέκου Παπαδόπουλου ανιχνεύονται οι απαρχές της συγκρότησης της αλβανικής εθνικής ιδεολογίας. Η Ελένη Πιτούλη διερευνά τις κοινές εμπειρίες και τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία του ελληνικού και αλβανικού στοιχείου στον ηπειρωτικό χώρο πριν αυτός διχοτομηθεί. Ο Σαράντος Καργάκος μελετά την ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού και τις επιπτώσεις του στην ελληνική κοινότητα της Βορείου Ηπείρου. Ο Κώστας Χατζηαντωνίου παρουσιάζει έναν χρονολογικό πίνακα του βορειοηπειρωτικού ζητήματος από το 1912 έως το 1994, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να παρακολουθήσει σχηματικά την διαμόρφωσή του. Ο Χρήστος Ανδρεάδης παρουσιάζει το πρώτο θύμα του βορειοηπειρωτικού αγώνα, τον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιος. Ο Μητροπολίτης Φώτιος, ο οποίος καταγόταν από την Κερασούντα του Πόντου, εκφράζει με τον πλέον έμπρακτο τρόπο την ενότητα του ελληνισμού που είναι πάνω από γεωγραφικά όρια και τοπικούς περιορισμούς. Ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Χριστόδουλος αναλύει τις συνθήκες συγκρότησης της ορθόδοξης εκκλησίας της Αλβανίας και παρακολουθεί τις διάφορες φάσεις της ιστορίας της μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται, υπό τύπον σχολίου, η οθωμανική κληρονομιά της Αλβανίας και η αγωνία των Αλβανών αξιωματικών του κεμαλικού στρατού να βοηθήσουν αποφασιστικά στην μικρασιατική ήττα των Ελλήνων το 1922. Ο Θανάσης Κόρμαλης παρουσιάζει την άγνωστη περίοδο 1939-1944, κατά την οποία το ελληνικό στοιχείο της Βορείου Ηπείρου προσπάθησε να οργανώσει την αντίστασή του προσβλέποντας στην μελλοντική του απελευθέρωση. Την ίδια περίοδο οι μουσουλμάνοι Αλβανοί της Θεσπρωτίας συνεργάζονται με τους κατακτητές της Ελλάδας, όπως γράφει η Ελένη Πιτούλη, ληστεύοντας και δολοφονώντας τους Ελληνες συμπατριώτες τους. Ο Φώτιος Πιτούλης έζησε τα γεγονότα και καταθέτει με τον δικό του τρόπο την πολύτιμη εμπειρία του. Η αποκατάσταση και αποζημίωση των Αλβανών δοσίλογων που κατέφυγαν στην Αλβανία μετά το τέλος του πολέμου επανήλθε από την αλβανική κυβέρνηση μετά το 1991. Μια από τις λευκές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι η μεταχείριση των ελληνικών πληθυσμών από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης. Η Μαρίνα Φράγκου συμβάλλει στην αποκάλυψη αυτής της συμπεριφοράς συνομιλώντας με τον Μηνά Πάρα, ο οποίος είχε μείνει έγκλειστος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Εμβέρ Χότζα από το 1945 έως το 1991. Ο Μηνάς Πάρας αναφέρεται αναλυτικά στην συγκλονιστική του εμπειρία, στην εξέγερση των Ελλήνων μετά την απελευθέρωση κατά του νέου ολοκληρωτικού καθεστώτος, τη βία του συστήματος και την προσπάθεια αφελληνισμού που καταβλήθηκε. Στο τέλος του πρώτου μέρους παρουσιάζονται από τον επιμελητή του αφιερώματος οι παράλληλες πορείες δύο απομακρυσμένων μεταξύ τους ελληνικών πληθυσμών και αποκομμένων από την ελλαδική Ελλάδα: των Βορειοηπειρωτών και των Ποντίων. Οι δύο αυτές αγνοημένες ομάδες Ελλήνων, οι οποίες βρέθηκαν κάτω από τον ολοκληρωτικό ζυγό και πλήρωσαν πανάκριβα την ελληνική τους καταγωγή, εκφράζουν απολύτως τη λειψή εθνική ολοκλήρωση του ελληνισμού. . Ο Κωνσταντίνος Χολέβας παρουσιάζει τον Μητροπολίτη Κονίτσης Σεβαστιανό και τον αγώνα του για την υπεράσπιση του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού. Ο επιμελητής του αφιερώματος παρουσιάζει την ένταξη του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος στην ελλαδική πολιτική κονίστρα και σχολιάζει τη στάση της ελλαδίτικης Αριστεράς, η οποία εμφάνισε μια ακατονόητη σκληρή αντίθεση στο ζήτημα αυτό. Στη συνέχεια ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός ξεκαθαρίζει τους ιδεολογικούς όρους με τους οποίους γίνεται η προσέγγιση του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος. Αντιπαραθέτει στον εθνικισμό την ορθοδοξία, θεωρώντας ότι η "εθνι(κιστι)κή υστερία" στα Βαλκάνια οδηγεί στην δημιουργία εύχρηστων προτεκτοράτων. Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στοχεύει στην παρουσίαση των διαφόρων πολιτικών εκτιμήσεων για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, οι οποίες μπαίνουν σε μια νέα περίοδο, ειδικά μετά την υπογραφή του συμφώνου φιλίας στα Τίρανα τον Μάρτιο του 1996. Ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος σε ερωτήματα σχετικά με την προσπάθεια αναγέννησης της ορθόδοξης εκκλησίας και των προοπτικών των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος, παρουσιάζει τις βασικές γραμμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Ο Γρηγόρης Νιώτης, πρώην υφυπουργός εξωτερικών και υπεύθυνος της επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον απόδημο ελληνισμό, συναρτά τις ελληνοαλβανικές σχέσεις με τη συμπεριφορά της αλβανικής κυβερνήσεως -η οποία έχει ωφεληθεί οικονομικά από την Ελλάδα- απέναντι στους Ελληνες ομογενείς. Η Βιργινία Τσουδερού, που διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, προσεγγίζει το ζήτημα μέσω της βασικής αρχής που διέπει την ελληνική εξωτερική πολιτική από τη γένηση του ελληνικού κράτους, να μην έχει δηλαδή ανοικτά συγχρόνως τα μέτωπα στα ανατολικά και βόρεια σύνορά της. Υποστηρίζει επίσης ότι θα έπρεπε να ενισχυθούν με συνέπεια οι ελληνικές μειονότητες στη βαλκανική ώστε να αποτελεσουν γέφυρα φιλίας με τις όμορες χώρες. Ο Θεόδωρος Κατσανέβας υποστηρίζει ότι η επιθετικότητα της Αλβανίας του Μπερίσα είναι αποτέλεσμα της τουρκικής ενθάρυνσης και των μακροχρόνιων σχεδιασμών της Αγκυρας. Θεωρεί ότι η καλύτερη ελληνική απάντηση στην πολιτική αυτή είναι η οικονομική διείσδυση. Διαφορετική άποψη έχει η Πόπη Φουντουκίδου, η οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να παύσουμε τα λάθη και την πολιτική φιλίας και να ακολουθήσουμε μια πολιτική πυγμής. Ο Αλέκος Αλαβάνος σημειώνει τη λεπτή ισορροπία, στην οποία βρίσκονται οι ελληνοαλβανικές σχέσεις στο σημερινό, εξαιρετικά σύνθετο περιβάλλον. Ο Θέμος Στοφορόπουλος ανατρέπει τη ψευδαίσθηση, σύμφωνα με την οποία οι ελληνοαλβανικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί τελευταία. Υποστηρίζει ότι η όποια κακοδαιμονία είναι αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικής πολιτικής, καθώς και τα μόνιμα χαρακτηριστικά της ελληνικής διπλωματίας όπως το σύνδρομο του προτεκτοράτου, ο νομικισμός, η εντύπωση ότι είναι δυνατόν να ασκείται πολιτική ισχύος δίχως να υπάρχει πραγματική εθνική ισχύς, η υποτίμηση των άλλων κ.ά. Ο Γιώργος Καραμπελιάς παρουσιάζει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις κάτω από το πρίσμα της όξυνσης των ελληνοτουρκικών και της εμφάνισης με τον πιο έμπρακτο τρόπο του τουρκικού επεκτατισμού. Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης συνδέει την ελληνική πολιτική στην Αλβανία με τις εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο μας και προτείνει την υιοθέτησει μιας ρεαλιστικής πολιτικής. Τα χρόνια που πέρασαν η Ελλάδα έχει να επιδείξει αξιόλογη πολιτική υποστήριξης των μεταρρυθμίσεων στην Αλβανία. Πρόσφερε μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την κατάρρευση του κομμουνισμού. Την ελληνική συμβολή στη νέα προοπτική της Αλβανίας, και ειδικά των ιδωτικών φορέων της Ελλάδας, παρουσιάζει ο Άγγελος Κίτσος. Την κρατική πολιτική υποστήριξης προς την ελληνική μειονότητα, αλλά και προς τον υπόλοιπο λαό της Αλβανίας, αναπτύσσει στο άρθρο του ο Αντώνης Κάντας. Ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, ως πρόεδρος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού παρουσιάζει τους γόνιμους προβληματισμούς του για την ανάπτυξη μιας πολιτιστικής πολιτιτικής στα Βαλκάνια και στην Αλβανία. Η ενότητα αυτή τελειώνει με την παρουσίαση της δραστηριότητας των ελληνικών τραπεζών στην Αλβανία από τον Κώστα Κανόνη. Η σημερινή πραγματικότητα Το τρίτο μέρος του αφιερώματος φιλοξενεί άρθρα για την σημερινή πραγματικότητα των ελληνο-αλβανικών σχέσεων, διερευνά τα ελληνικά ερείσματα στην Αλβανία και τα διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με την ελληνική κοινότητα της Βορείου Ηπείρου. Ο Κώστας Σταυρόπουλος παρακολουθεί τους μετασχηματισμούς της μετακομμουνιστικής περιόδου και εντοπίζει την επιβίωση του αυταρχισμού και την δημοκρατική περίοδο. Τις ελλείψεις της αλβανικής νομοθεσίας πάνω στο μεγάλο θέμα της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρουσιάζει η Ιωάννα Κονδύλη. Ο Βασίλης Γκέλης και η Αθηνά Τοτοκώστη αναφέρονται σε μια ενδιαφέρουσα θρησκευτική κοινότητα της Αλβανίας, τους Μπεκτασήδες, οι οποίοι θεωρείται ότι προέρχονται από την αίρεση των χριστιανών Ευνομιανών του Βυζαντίου. Οι Μπεκτασήδες έχουν μια γνήσια φιλική διάθεση προς την Ελλάδα, φοβούμενοι και αυτοί τον σουνιτικό πατερναλισμό που φέρνει η Τουρκία στην Αλβανία. Ο Αχιλλέας Λαζάρου μελετά μια μεγάλη κατηγορία πολιτών της Αλβανίας, η πλειονότητα των οποίων εμφορείται από ελληνική συνείδηση: τους Βλάχους. Δίνει σημαντικά στοιχεία για τη βλαχική παρουσία στα Βαλκάνια και για το μεγάλο ιστορικό βάθος στο οποίο ανιχνεύεται η ελληνική τους συνείδηση. Ο Στέφανος Σωτηρίου συνεχίζει στο ίδιο θέμα, παρουσιάζοντας τους βλαχόφωνους Ελληνες και την μεγάλη συμβολή τους στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Προτείνει συγκεκριμένους τρόπους απόκρουσης της ανθελληνικής προπαγάνδας που διεξάγουν η αλβανική και η σλαβομακεδονική ηγεσία. Το ίδιο θέμα σχολιάζει ο επιμελητής του αφιερώματος προβάλλοντας τους κοινούς στόχους των Αλβανών, Ρουμάνων και Σλαβομακεδόνων, τους οποίους όμως αντιμετωπίζει με επιτυχία ο βλαχικός ελληνισμός. Ο Γεώργιος Κολοκασίδης από την Κύπρο γράφει για την ενότητα των εθνικών ζητημάτων και την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το βορειοηπειρωτικό πρόβλημα ως σύγκρουση εθνικών συμφερόντων. Ο Κωνσταντίνος Μάρης παρουσιάζει το αίτημα της Αυτονομίας των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και το δικαιολογεί ως αποτέλεσμα της διαχρονικής προσπάθειας αφελληνισμού που προωθεί ο αλβανικός εθνικισμός. Ο Δημήτρης Καλουδιώτης αναλύει τις μεγάλες ανατροπές των τελευταίων χρόνων και αναπτύσσει τις νέες προσεγγίσεις που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε και τις διαπιστώσεις ότι η Τουρκία εξελίσσεται στην μεγάλη αντιδραστική δύναμη στην περιοχή μας ενώ το βορειοηπειρωτικό ζήτημα παραμένει ανοικτό ζήτημα εθνικής ολοκλήρωσης. Ο Αντώνης Κόντης προσεγγίζει το βορειοηπειρωτικό ζήτημα με γεωπολιτικά και γεωοικονομικά κριτήρια, προτείνοντας λύσεις ρεαλιστικές για μια αποτελεσματική μειονοτική πολιτική. Ο Σταμάτης Γεωργούλης παρουσιάζει τα ελληνικά σχολεία στην Αλβανία σήμερα μέσα από μια διαχρονική προσέγγιση του εκπαιδευτικού προβλήματος της μειονότητας. Στο τέλος αυτής της ενότητας παραθέτονται αποσπάσματα από την έκθεση του Human Rights Watch / Helsinki, στην οποία εντοπίζονται οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων μειονοτικών κατά την πρώτη περίοδο της μετακομμουνιστικής διακυβέρνησης και προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα στην αλβανική κυβέρνηση για να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης. Η μετανάστευση Το τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος ασχολείται με το μεγάλο πρόβλημα της μετανάστευσης Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου καθώς και Αλβανών, οι οποίοι κατέφυγαν στην Ελλάδα είτε γιατί είχαν τραυματικές εμπειρίες από το κομμουνιστικό και μετακομμουνστικό καθεστώς της Αλβανίας είτε αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε μια ευρωπαϊκή χώρα με την οποία διατηρούσαν πολύ σημαντικούς δεσμούς από παλιά. Η κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία βρήκε την έκφρασή της με το μαζικό κύμα φυγάδων προς την Ελλάδα και στην Ιταλία. Το υπερφορτωμένο πλοίο, το οποίο έγινε μέχρι και αφίσα της Βeneton, έγινε το σύμβολο μιας νέας περιόδου. Οι λαοί της Αλβανίας έκφρασαν με αυτό τον τρόπο τη μεγάλη καταπίεση που υπέστησαν από τους σταλινικούς γραφειοκράτες και την προσπάθειά τους να δραπετεύσουν από το μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε την ονομασία "Αλβανία". Η Ελλάδα έζησε πολύ έντονα το φαινόμενο αυτό με τη μαζική είσοδο δεκάδων χιλιάδων απελπισμένων, βορειοηπειρωτών καταρχάς, το χειμώνα του '90-'91.Ο Κώστας Λιολιούσης περιγράφει μια σκηνή του 1991 σε ένα στρατόπεδο Βορειοηπειρωτών προσφύγων στην Ηπειρο. Ο Βασίλης Κυνηγόπουλος παρουσιάζει μια απίστευτη ιστορία λειτουργίας των ελληνικών υπηρεσιών που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση των απόδημων και "παλιννοστούντων" Ελλήνων. Η αδιαφάνεια, οι κομπίνες, το χαμηλό επίπεδο των υπαλλήλων και η συντεχνιακή τους νοοτροπία, οδήγησαν τα προηγούμενα χρόνια στον εξευτελισμό των εχόντων ανάγκη εξωελλαδικών και προσφυγικών ελληνικών πληθυσμών. Αποκορύφωμα της σκανδαλώδους πολιτικής υπήρξε ένα πρόγραμμα εκμάθησης της ναυαγοσωστικής τέχνης σε Βορειοηπειρώτες (sic!) Οι Βορειοηπειρώτες εκτός από πρόσφυγες, απετέλεσαν και μια σημαντική ελληνική ομάδα με πολύχρονη παρουσία και δραστηριοποίηση στον ελλαδικό χώρο. H Iωάννα Κονδύλη παρουσιάζει το πλήθος και τους στόχους των βορειοηπειρωτικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Ο Δημήτρης Γεώργας και η Αντωνία Παπαστυλιανού μελετούν την φυχολογική προσαρμογή των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα καθώς και την εθνική αυτοαντίληψη και την εθνική ταυτότητα. Ο Γιώργος Κυριακόπουλος αναφέρεται στο θέμα των νόμιμων και παράνομων μεταναστών από την Αλβανία, Ελλήνων και Αλβανών. Θεωρεί ότι η πολιτική μας προς την Αλβανία πρέπει να περνά από την ένταξη των μεταναστών από την Αλβανία και στην ανάδειξή τους ως γνήσια γέφυρα φιλίας των δύο λαών. Το αφιέρωμα τελειώνει με μια την ενδεικτική παρουσίαση από την Εύχαρη Ζαχαριάδου-Αγτζίδου μέρους των βιβλίων που αναφέρονται στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Ελληνισμός: [Διασπορά] [Πρώην ΣΣΔ] [Μικρά Ασία] [Τουρκία] [Βόρειος Ήπειρος] [Πόντος] |