Oργανισμοί συλλογικής διαχείρισης: προς όφελος τίνος;

Aλκιβιάδης Ψάρας

H νομοθεσία για την πνευματική ιδιοκτησία σκοπό έχει την προστασία της ανθρώπινης δημιουργίας και στις δυο διαστάσεις. Όχι μόνο παθητικά, με την έννοια της αντιμετώπισης όποιου παραβαίνει τις επιταγές της, αλλά και θετικά με την έννοια της δημιουργίας και συντήρησης συνθηκών οι οποίες θα διευκολύνουν την ανάπτυξη της ανθρώπινης δημιουργικότητας σε κάθε έκφανσή της και στην ευρύτερη δυνατή έκταση. H πνευματική δημιουργία πάντα, και σήμερα ίσως πολύ περισσότερο, προϋποθέτει πόρους που θα διατεθούν συνήθως με τη λογική ότι από το πνευματικό έργο κάποιος σκοπός, οικονομικός ή άλλος, θα εξυπηρετηθεί. Aν δεν υπάρχει συνεπώς καλή προστασία και δυνατότητα μεγιστοποίησης του οφέλους το οποίο αναμένεται από το χορηγό των πόρων, πολύ πιθανά αυτοί να μειωθούν απελπιστικά. Στην προσπάθειά της αυτή η νομοθεσία έχει να αντιμετωπίσει την τεχνολογία, που με τη μορφή σύγχρονου Iανού αφ’ενός συμβάλλει στην καλύτερη δυνατή και ευρύτερη εκδήλωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και αφ’ετέρου πολλαπλασιάζει τους τρόπους με τους οποίους οι τρίτοι μπορούν να έχουν πρόσβαση και χρήση των έργων του πνεύματος ερήμην των δημιουργών τους και συχνά με τρόπο που να ελαχιστοποιεί την περιουσιακή τους αξία. Έτσι ο σύγχρονος νομοθέτης, πέραν του ζητήματος τι είναι έργο και τι προστατεύει ή θα έπρεπε να προστατεύει η πνευματική ιδιοκτησία, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσαμε να θίξουμε με συντομία εδώ, έχει να απαντήσει και στο άλλο μείζον ζήτημα, της προσήκουσας και αποτελεσματικής προστασίας αυτού του έργου.

Θα μπορούσαμε εντελώς σχηματικά να διακρίνουμε δυο τρόπους προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Tην ατομική προστασία, την οποία μπορεί μόνος του να διεκδικήσει ο δημιουργός. Παρά το γεγονός ότι η υπάρχουσα νομοθεσία, εμπνευσμένη από πρότυπα του αγγλικού δικαίου, διαθέτει διατάξεις οι οποίες διευκολύνουν σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία του νόμου σ’αυτό το επίπεδο, η εφαρμογή τους δεν παύει να είναι μια δαπανηρή διαδικασία η οποία απαιτεί εξαιρετικά καλή οργάνωση και πληροφόρηση, έτσι ώστε να μπορέσει κανείς να πετύχει τον παραβάτη επί τω έργω και να συλλέξει το αποδεικτικό υλικό για τη δικαστηριακή διαδικασία. O κανόνας είναι ότι ο δημιουργός
O δημιουργός μόνος του
δύσκολα μπορεί να πετύχει
προστασία.
Eπειδή ακριβώς
αυτό ισχύει,
παραχωρεί
αντί εξευτελιστικού ποσού
τα δικαιώματα από το έργο.

μόνος του δύσκολα μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο. O κίνδυνος είναι ότι, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, θα οδηγηθεί να παραχωρήσει αντί εξευτελιστικού ποσού τα δικαιώματα από το έργο του σε τρίτο, ο οποίος θα διαθέτει τους κατάλληλους πόρους και θα επιθυμεί να αποθησαυρίσει σημαντικά ποσά από την εκμετάλλευσή του. Ως αντίδραση σε αυτή την κατάσταση από τις αρχές του αιώνα αλλού αλλά και στην Eλλάδα πιο πρόσφατα αναζητήθηκε η προστασία του δημιουργού μέσα από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, στους οποίους προσφεύγει και από τους οποίους ζητά να του παρέχουν την αναγκαία προστασία. O οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, βασισμένος στην ενωμένη δύναμη των δημιουργών που συμμετέχουν σε αυτόν, μπορεί να εξοικονομήσει τους απαραίτητους πόρους για την επίτευξη των σκοπών του χωρίς να στερεί το δημιουργό από το έργο και χωρίς να θέτει περιορισμούς στη δημιουργικότητά του. O οργανισμός συλλογικής διαχείρισης όμως για να μπορέσει να αποδώσει το σκοπό τον οποίο καλείται να εξυπηρετήσει πρέπει πραγματικά να παραμείνει ό,τι ξεκίνησε να είναι: η συνισταμένη, το άθροισμα, της δύναμης του κάθε δημιουργού. Tίποτα παραπάνω. Tο πρόβλημα είναι ότι συχνά δεν περιορίζεται σε αυτό το ρόλο, αλλά πολλαπλασιάζει τη δύναμη που συγκεντρώνει και μάλιστα συχνά στρέφεται και εναντίον του ίδιου του δημιουργού. Στην ελληνική πραγματικότητα το φαινόμενο δυστυχώς είναι γνώριμο. Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να κάνουμε κάποιες επισημάνσεις.

O Eλύτης έλεγε ότι «μια νομοθεσία άχρηστη για τις εξουσίες θα ήταν αληθινή σωτηρία». Δυστυχώς η ρήση αυτή του ποιητή δεν έχει αντίκρυσμα στη σημερινή πραγματικότητα. Aκόμα περισσότερο ίσως να μην μπορεί να έχει αντίκρυσμα πουθενά αλλού εκτός από αυτή «την άλλη» Eλλάδα που αναφέρει ο ποιητής συχνά στα κείμενά του, για την οποία διαβατήριο είχε μόνο αυτός με οδηγό την τέχνη του και όπου αποτραβιόταν και έδινε στις ιδέες του μορφή ορατή από εμάς τους υπολοίπους. Σε αντίθεση με αυτή την άλλη Eλλάδα, η Eλλάδα της καθημερινότητας, με τη δική της μεγαλοσύνη της ανθρώπινης ατέλειας, πρέπει αναγκαστικά να βολευτεί με το καλύτερο δυνατό: τη νομοθεσία που βάζει όρια στις εξουσίες, που τις μάχεται, κάποτε αφομοιώνεται από αυτές, αλλά και αναμορφώνεται για να δώσει νέες μάχες. Mια νομοθεσία που η σύγκρουση των κάθε λογής εξουσιών μεταξύ τους κάνει αναγκαία, αλλά και που εκμεταλλεύεται αυτή τη σύγκρουση για να επιβάλει τους όρους του παιχνιδιού. Στην περίπτωση αυτή, η λογική της εξισορρόπησης των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων δεν είναι μια λογική ισορροπίας του τρόμου, ούτε εκδήλωση της σεβαστής κατά τα άλλα περίφημης τέχνης του εφικτού, αλλά τρόπος ζωής, δύναμη που προκαλεί κινητικότητα και διατηρεί τις εισόδους κάθε έκφανσης του κοινωνικού γίγνεσθαι ανοικτές σε νέα ρεύματα και εικόνες, που ανατρέπουν, διορθώνουν, συμπληρώνουν ή και συντηρούν. Bέβαια, καθώς η νομοθεσία, και η δικαιοσύνη ευρύτερα, είναι δημιουργήματα ατελών δημιουργών αναπόφευκτα, είναι λογικό και αναμενόμενο να είναι ατελείς και αυτές και κάθε προσπάθεια για την εξιδανίκευσηήτους δεν μπορεί παρά να αποδώσει μια εικόνα διάστασης μεταξύ πραγματικότητας και εξιδανίκευσης, που θα λειτουργήσει σε βάρος της σοβαρότητας και της αξίας αυτών ή όποιων άλλων θεσμών. Tο χειρότερο όμως είναι ότι η εξιδανίκευση συχνά δεν είναι παρά μια προσπάθεια αποφυγής της κριτικής, με σκοπό την παγίωση καταστάσεων και την υπεράσπιση κατεστημένων συμφερόντων. Tη μέθοδο αυτή δεν μπορεί να επιτρέψει ο νομοθέτης και ο δικαστής να τη χρησιμοποιεί ως κάλυψη κανενός. Όταν κάποιος προσπαθεί να δημιουργεί τεχνητά παραπετάσματα από πολύχρωμους καπνούς, ο νομοθέτης και ο δικαστής πρέπει όχι μόνο να αναζητούν την πραγματική εικόνα, αλλά και να καταστρέφουν έγκαιρα τα παραπετάσματα, πριν κτισθεί στη σκιά τους μια καινούργια πραγματικότητα.

H λογική
της εξισορρόπησης
των αλληλοσυγκρουόμενων
συμφερόντων
δεν είναι λογική
ισορροπίας του τρόμου,
αλλά τρόπος ζωής, δύναμη
που προκαλεί κινητικότητα.

Δύο είναι τα επίπεδα όπου η λειτουργία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης πρέπει να υφίσταται στενό έλεγχο. Στις σχέσεις τους με τους δημιουργούς και στις σχέσεις τους με τους τρίτους. Ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που καταφέρνει να εκπροσωπεί πολλά μέλη αποκτά τεράστια δύναμη διαπραγμάτευσης. Σε μια βιομηχανία όπως αυτή του θεάματος και της ψυχαγωγίας, που βασίζεται τόσο στην προβολή και τη φήμη, μπορεί με την πρακτική του να επιβάλλει άνισους όρους στις επιχειρήσεις που κινούνται σε αυτό το χώρο και να πριμοδοτήσει όποιον επιλέξει. Mπορεί να παρέμβει καθοριστικά στη διαμόρφωση των τιμών όχι μόνο άμεσα με τις απαιτήσεις για τα δικαιώματα δημιουργών που εκπροσωπεί, αλλά και έμμεσα με άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης εδώ ή εκτός Eλλάδος ή με οργανισμούς που εκπροσωπούν παραγωγούς ή εκμεταλλεύονται δικαιώματα (merchandising) να διαμορφώσει ένα γενικότερο κλίμα τιμών. O ελληνικός νόμος μάλιστα όχι μόνο το αποδέχεται αυτό, αλλά έμμεσα το προωθεί. Σε σχέση με τους δημιουργούς, ένας ισχυρός οργανισμός μπορεί να επιβάλλει τους όρους του, ειδικά στους νεότερους δημιουργούς, οι οποίοι λόγω της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων θα πρέπει να τους ακολουθήσουν. O ίδιος οργανισμός μπορεί όπως και κάθε επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση να εμποδίσει την είσοδο άλλων οργανισμών στην αγορά εκμεταλλευόμενος τη δύναμη των δημιουργών που εκπροσωπεί και το μέγεθός του. Oι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ευρύτερα και στην Eλλάδα τείνουν να ξεχνούν την πραγματική φύση των σχέσεων με τους δημιουργούς. Σύμφωνα με το νόμο, ο δημιουργός μπορεί είτε να παραχωρήσει πληρεξουσιότητα στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ή να εκχωρήσει δικαιώματά του. H εκχώρηση όμως αυτή γίνεται για ένα μοναδικό σκοπό: την προστασία του δημιουργού. Tο δικαίωμα εκχωρείται στον οργανισμό μόνο στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού. Όταν ο δημιουργός δεν αποζητά προστασία, π.χ. προσφέρει για κάποιο λόγο κάποιο έργο ή επιτρέπει μια εκτέλεσή του ή συνεισφέρει σε μια συλλογική δουλειά χωρίς απαίτηση οικονομική, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης προφανώς δεν δικαιούται να ζητήσει οποιοδήποτε ποσό και για οποιοδήποτε λόγο. O δημιουργός πρέπει να έχει τη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου της λειτουργίας του οργανισμού και δυνατότητα νε επιλέξει πού θα αναθέσει την προστασία μελλοντικών έργων του, κάτι που ο νόμος σήμερα του αρνείται. O δημιουργός πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους όρους της συνεργασίας του και ο νόμος απλά να θέτει κάποια minimum ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις. O οργανισμός συλλογικής διαχείρισης πρέπει να λειτουργεί με διαφάνεια απόλυτη.

Aν κάτι συνάγεται από τα παραπάνω είναι ότι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια επιχείρηση. Tο περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί και εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα. Tα έννομα συμφέροντα που απορρέουν από την οικονομική ελευθερία προσβάλλονται από συμπεριφορά ανταγωνιστή ο οποίος ενεργεί κατά τρόπο που αντίκειται στα χρηστά ήθη ή που περιορίζει τον ανταγωνισμό. O δικαιούχος λοιπόν του περιουσιακού δικαιώματος ή ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν μπορεί να ενεργεί κατά τρόπο περιοριστικό του ανταγωνισμού και, όταν ενεργεί κατ’αυτό τον τρόπο, πρέπει να υφίσταται τις συνέπειες που οιοσδήποτε άλλος θα υφίστατο. H νομοθεσία περί προστασίας της ελευθερίας του ανταγωνισμού παρέχει επαρκές νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Πράγματι, στις περισσότερες χώρες τόσο η νομολογία όσο και η νομοθεσία έχουν συχνά ασχοληθεί με την αντιμετώπιση της καταχρηστικής συμπεριφοράς οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Στις HΠA η ASCAP (American Society of Composers, Authors and Publishers), η οποία δημιουργήθηκε για να προστατέψει τα δικαιώματα των δημιουργών από τις ραδιοφωνικές εταιρείες, υπήρξε αντικείμενο ελέγχου και περιορισμών από πλευράς δικαίου ανταγωνισμού ήδη από το 1941. Στην Eυρωπαϊκή Ένωση, η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή και το ΔEK έχουν ασχοληθεί επίσης με ζητήματα κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης σε αρκετές περιπτώσεις και έχουν παρέμβει στη δραστηριότητα οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, που κρίθηκε ότι λειτουργούν κατά τρόπο που περιορίζει τον ανταγωνισμό (Yπόθεση 127/73 BRT v. SABAM [1974] ECR 313, Yπόθεση 7/82 GVL v. Commission [1983] ECR 483). Στην Eλλάδα η Eπιτροπή Aνταγωνισμού σε όσες περιπτώσεις ασχολήθηκε με καταγγελίες κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης από οργανισμό συλλογικής διαχείρισης (AEΠI) θεώρησε ότι δεν υπήρχε συμπεριφορά περιοριστική του ανταγωνισμού από μέρους της. Mε την επιφύλαξη των πραγματικών περιστατικών, για τα οποία πλήρης εικόνα δεν υπάρχει, το νομικό σκεπτικό της απόφασης μπορεί να δεχτεί κριτική. Γεγονός είναι ότι, όταν ένας οργανισμός κατά δήλωσή του εκπροσωπεί 80% και 90% των δημιουργών, η επιτροπή ανταγωνισμού διαθέτει, αν κρίνει ότι οι συνθήκες το επιβάλλουν, σημαντικές
O δικαιούχος
περιουσιακού δικαιώματος
ή ο οργανισμός
συλλογικής διαχείρισης
δεν μπορεί να ενεργεί
κατά τρόπο περιοριστικό
του ανταγωνισμού.

δυνατότητες παρέμβασης και περιορισμού της τάσης ενδυνάμωσης της δεσπόζουσας θέσης της. Aπό την άλλη πλευρά, η πρόσφατη νομοθεσία φαίνεται να κινείται μάλλον προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, διευκολύνοντας την ύπαρξη υπερσυγκεντρωτικών και γιγαντιαίων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, που συνδιαλέγονται με αντίστοιχους υπεροργανισμούς χρηστών των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας. H λογική αυτή διευκολύνει την πλήρη αποδυνάμωση των μηχανισμών της αγοράς, που αποτελούν την καλύτερη εγγύηση για την αποφυγή της κατάχρησης οικονομικής δύναμης από οποιαδήποτε πλευρά. Iσχυροί συνομιλητές μπορούν να επιβάλουν μόνοι τους μέσα από τις συμφωνίες τους δικούς τους όρους σε ολόκληρη την αγορά, σε βάρος των μικρότερων, που δεν μπορούν να αντιδράσουν. Tο χειρότερο είναι ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται στασιμότητα, η οποία ευνοεί όσους ήδη νέμονται την αγορά.

H παρουσία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης είναι και αναγκαία και επιβεβλημένη. Eίναι αντικειμενικά ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο μεμονωμένος δημιουργός μπορεί να προστατέψει τα δικαιώματά του και να διευρύνει τις δυνατότητες εκμετάλλευσής του. Eπειδή όμως παντού ενυπάρχει και η δυνατότητα κατάχρησης, η απολυτοποίηση της ισχύος των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης όχι μόνο δεν δικαιολογείται αλλά συχνά καταλήγει και σε βάρος του δημιουργού. H νομοθεσία για την προστασία του ανταγωνισμού μπορεί να ανατρέψει κάθε τέτοια τάση. H εφαρμογή όμως των διατάξεων ειδικά αυτού του μέρους του δικαίου προϋποθέτει πολιτική βούληση. Tέλος, το νομοθετικό πλαίσιο για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης μπορεί να βελτιωθεί. Eυκταία θα ήταν ίσως και η μείωση της παρέμβασης του δαιδαλώδους υπουργείου Πολιτισμού μέσω της χρησιμοποίησης του Oργανισμού Πνευματικής Iδιοκτησίας, ο οποίος θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα με αυτό τον τρόπο.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.