ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ (12-01-00)

Η υψηλή τιμή της ειρήνης

Ο δρόμος που άφησε πίσω του το ισραηλινό τάγμα τεθωρακισμένων, το οποίο κατέλαβε τη μικρή συριακή πόλη Καλάα, στις 9 Ιουνίου 1967, ήταν γεμάτος με καμένα άρματα και τα πτώματα των Ισραηλινών αξιωματικών και στρατιωτών. Ωστόσο, ύστερα από μιας ημέρας αιματηρών συγκρούσεων είχαν ανοίξει το δρόμο για την κατάληψη των Υψωμάτων του Γκολάν και είχαν σφραγίσει τους θριάμβους της χώρας στη Δυτική Οχθη και το Σινά. Μια γενιά αργότερα, ο Χαφέζ αλ Ασαντ, ο Γιασέρ Αραφάτ και ο Εχούντ Μπάρακ, οι σημερινοί πρωταγωνιστές της ειρήνης και νεότεροι τότε, προσπαθούν να ανατρέψουν εκείνη την ολοκληρωτική νίκη που τροχοπέδησε την ειρήνη επί δεκαετίες και μπορεί να κάνει το ίδιο ακόμη και σήμερα. Ο ασθενής πρόεδρος Ασαντ, υπουργός Αμυνας όταν χάθηκε το Γκολάν, επιθυμεί την επιστροφή των Υψωμάτων πριν παραδώσει την εξουσία στο γιο του. Ο επίσης ασθενής Αραφάτ, που το 1967 είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του ως μιλιταριστής αποφασισμένος να μεταφέρει τον πόλεμο εντός του Ισραήλ, προσβλέπει σε έναν «διακανονισμό», που θα εξασφαλίσει στους Παλαιστίνιους ένα κράτος, έστω κατ' όνομα. Και ο Μπάρακ, αξιωματικός της μονάδας καταδρομών τότε που συμμετείχε στην κατάληψη του Γκολάν, επιδιώκει, ως πρωθυπουργός σήμερα, αυτό που επεδίωκε και ως στρατιωτικός: την ασφάλεια του Ισραήλ. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είναι νεότερος και υγιέστερος από τους εταίρους του στην ειρήνη. Και γνωρίζει πώς να «κάνει τους άλλους να περιμένουν». Οσοι πίστεψαν ότι είναι ο άνθρωπος που θα συνάψει γρήγορα μια δίκαιη ειρήνη με τους Παλαιστίνιους και τους Σύρους, απογοητεύτηκαν. Είναι σαφές ότι δεν βιάζεται καθόλου, όσον αφορά τη Συρία και είναι πλέον προφανές πως είναι σκληρότερος στις διαπραγματεύσεις του με τους Παλαιστίνιους απ' ό,τι οι ίδιοι πίστευαν. Το πρόβλημα είναι, λίγο ως πολύ, το ίδιο με αυτό του 1967: το Ισραήλ παραμένει ισχυρότερο από τους αντιπάλους του και, επομένως, κανενός είδους διαπραγμάτευση δεν μπορεί να γίνει επί ίσοις όροις. Για τους Παλαιστινίους δεν τίθεται θέμα. Οσο για τα αραβικά κράτη, το Ισραήλ είναι ισχυρότερο, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά και, ενόσω τα αραβικά κράτη που είχαν την υποστήριξη της πρώην ΕΣΣΔ την έχασαν, το Ισραήλ εξακολουθεί να χαίρει της υποστήριξης και της βοήθειας της μόνης υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι «κόκκινες γραμμές», στις οποίες ο κ. Μπάρακ αναφερόταν στην προεκλογική εκστρατεία του -καμιά συναίνεση για την Ιερουσαλήμ και όχι στην επιστροφή των πριν το 1967 συνόρων- έχουν ήδη ακυρώσει μεγάλο μέρος των θεμάτων που θα έπρεπε να διαπραγματευθεί με τους Παλαιστινίους. Με άλλα λόγια, το «λιγότερο δυνατό» που είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει στους Παλαιστίνιους, είναι υποψία κράτους. Οσο για τη Συρία, το πρόβλημα με το Ισραήλ δεν είναι ότι δεν επιθυμεί την ειρήνη, αλλά ότι ζητεί ως αντάλλαγμα πολύ υψηλή τιμή. Η «προσφορά» του Γιτζάκ Ράμπιν να επιστρέψει το Γκολάν αν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις του Ισραήλ, σχετικά με την ασφάλειά του, ήταν προφανώς ένα τέχνασμα. Αλλά ακόμη κι αν δεν ήταν, οι απαιτήσεις που πρόβαλε το Ισραήλ -ανάμεσά τους η συνολική ή μερική αποστρατιωτικοποίηση μεγάλου μέρους της Συρίας- ήταν τέτοιες ώστε να εμπίπτουν στην περίπτωση της «πολύ υψηλής τιμής». Ο Σίμον Πέρες είχε μια διαφορετική προσέγγιση, αλλά απώτερος στόχος και αυτού ήταν μια συμφωνία περιφερειακών διευθετήσεων, η οποία θα «παρέδιδε» τη συριακή οικονομία στο Ισραήλ. Η άρνηση της κυβέρνησης Μπάρακ για την ύπαρξη οποιασδήποτε τέτοιας δέσμευσης, υποδηλώνει ότι μολονότι οι όροι της δεν είναι τόσο σκληροί όσο του Ράμπιν, εξακολουθεί να απαιτεί περισσότερα απ' όσα είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει ο Ασαντ. Βεβαίως, ως μελετητής της ασφάλειας, ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι μια τόσο σκληρή διαπραγμάτευση μπορεί να αποβεί αρνητική, καταλήγοντας είτε σε αδιέξοδο (στην περίπτωση της Συρίας), είτε σε μια συμφωνία τόσο μονομερή που δεν θα διαρκέσει (στην περίπτωση των Παλαιστινίων). Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το κυρίως όπλο και των τριών πλευρών αυτού του δράματος είναι ο χρόνος. Ο Μπάρακ διαθέτει αρκετό χρόνο, ο Ασαντ και ο Αραφάτ ελάχιστο και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι διάδοχοί τους θα επιθυμούν ή θα είναι σε θέση να διατηρήσουν την ειρήνη. Ισως ο Μπάρακ να αποφάσισε πως η κοινή λογική είναι λανθασμένη. Τουλάχιστον αυτό φανερώνει η ευκολία με την οποία αφήνει τις εβδομάδες και τους μήνες να περνούν, αγνοώντας τον περιορισμένο χρόνο των συνομιλητών του. Ακόμη, λοιπόν, κι αν συνομολογηθεί κάποια συμφωνία, όπως διαφαίνεται, πριν οι δύο άνδρες εγκαταλείψουν τον κόσμο, ο κίνδυνος για την ειρήνη παραμένει, αφού η σκληρότερη συμφωνία δεν είναι αναγκαστικά και η καλύτερη, ούτε για το Ισραήλ.

Του Martin Woollacott The Guardian
Ο κ. Αντώνης Καρκαγιάννης απουσιάζει εκτάκτως.