ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ (28-12-99)

Το άστρον της Σοφοκλέους

Τις άγιες αυτές μέρες, είπα να κάνω περίπατο ώς τη γωνία Ζήνωνος και Σωκράτους και να ευχηθώ τα Χρόνια Πολλά στον φίλτατο και συμβουλάτορά μου περί τα χρηματιστηριακά, στον κ. Παπατζή. Αυτή τη φορά είχα πρόσθετους λόγους να το κάνω: Γύρω μου, γνωστοί και φίλοι ζουν μέρες μεγάλης αγωνίας και περνούν μαύρες γιορτές, καθώς βλέπουν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα και στιγμή με τη στιγμή την περουσία τους να χάνεται και να καταποντίζεται στη χαβούζα τής οδού Σοφοκλέους. Και δεν είναι μόνο η περιουσία τους, αλλά και... η μη περιουσία, διότι πολλοί έπαιζαν «αέρα» και κατόπιν εκάλυψαν τον «αέρα» με θαλασσοδάνεια από τράπεζες και ιδιώτες. Αλλοι πάλι, πεπεισμένοι ότι οι τράπεζες είναι εκ γενετής ηλίθιες, εδανείζοντο τεράστια ποσά προς π.χ. 20%, με την ακλόνητη προσδοκία ότι θα κερδίσουν 200% και θα εκαρπούντο τη διαφορά! Πολλοί, λοιπόν, γνωστοί και φίλοι, ακόμη και πρώην ποιμένες του χωριού μου ή αλλοδαποί γνωστοί μου, κυρίως Αλβανοί, μου τηλεφωνούν γεμάτοι αγωνία και με ρωτούν «τι θα γίνει» παρασυρμένοι προφανώς από τη φήμη ότι το επάγγελμα, το οποίο η μοίρα μού έλαχε να υπηρετώ και η ταπεινότητά μου προσωπικώς είναι... πηγή πληροφοριών! Τα γράφω αυτά γιατί θυμάμαι (πόσος καιρός άραγε πέρασε από τότε!) ότι την εποχή της ευφορίας πολλοί του επαγγέλματός μας διεπίστωναν καθημερινώς ότι η «ζωή» διαψεύδει όλους τους σπουδαγμένους, οι οποίοι καλά θα κάνουν να σκίσουν τα πτυχία φημισμένων πανεπιστημίων της αλλοδαπής. Ματαίως η οικονομική επιστήμη ψάχνει επί αιώνες σε όλες τις εστίες του ανθρωπίνου μόχθου να βρει τη μυθική κότα που γεννάει το χρυσό αυγό. Ιδού λοιπόν την ανακάλυψαν να φωλιάζει στην οδό Σοφοκλέους και να επωάζει τα όνειρα και τις ελπίδες όλων μας.

* * *

Εφτασα στη γωνία Ζήνωνος και Σωκράτους (Ζήνων, Σωκράτης, Σοφοκλής, ποια άλλη χώρα διαθέτει τόσο ένδοξα ονόματα) την παραμονή των Χριστουγέννων μεταξύ ενδεκάτης και δωδεκάτης πρωινής, ώρα αιχμής για την εργασία του φίλου μου, διότι εκείνη ακριβώς την ώρα οδεύουν προς τις αφετηρίες των δυτικών συνοικιών συνταξιούχοι και άλλοι αργόσχολοι συμπολίτες μας, με κότες, γαλοπούλες και τα εναπομείναντα χαρτονομίσματα του δώρου. Συνωστίζοντο, λοιπόν, γύρω από το κατάστημα του κ. Παπατζή με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν αυτά τουλάχιστον που ξόδεψαν στη Βαρβάκειο Αγορά. - Τι γίνεσαι φίλτατε! είπα πρόσχαρα και με ανάμικτη διάθεση οικειότητας και επιβεβλημένης αποστάσεως, αναμιγνύων το κοινό νεοελληνικό «γίνεσαι» με το λογιότατο «φίλτατε». Ο φίλος μου χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το πρόχειρο «τεζάκι» όπου τα πεπειραμένα χέρια του εκινούντο με διαβολική ταχύτητα επί του «παπά» απάντησε στον χαιρετισμό μου με αυθόρμητο ενθουσιασμό και με χείμαρρο κολακευτικών (κατά την αντίληψή του) επιθέτων, τα οποία λόγω... μετριοφροσύνης παραλείπω, αλλά κατάλαβα αμέσως ότι οι δουλειές πάνε πολύ καλά. Ενας εκ των αβανταδόρων με ανεγνώρισε και καθώς είδε να βγάζω από την τσέπη μου μικρά δέσμη χαρτονομισμάτων των χιλίων δραχμών και να ετοιμάζομαι, όπως το συνηθίζω, να δοκιμάσω την τύχη μου, με πλησίασε και μου είπε, χαμηλοφώνως και συνθηματικώς, ότι δεν είναι κατάλληλη η στιγμή, «τώρα ο... μετρ μαδάει τις κότες» και όπου να 'ναι θα πέσει σύνθημα από τον τσιλιαδόρο, ότι έρχονται (δήθεν) οι μπάτσοι... «θα μαζέψουμε τα πούπουλα και να γίνουμε καπνός».

* * *

Υστερα από πέντε λεπτά συνέβη ακριβώς αυτό: «Επεσε βλέφαρο» από τον μετρ (τουτέστιν νεύμα ανεπαίσθητο διά των βλεφάρων), οι τσιλιαδόροι άρχισαν να ψιθυρίζουν έντρομοι (δήθεν) «σύρμα», ο φίλος μου εν ριπή οφθαλμού μάζεψε το πρόχειρο «τεζάκι» με... τα «πούπουλα» φυσικά και έφυγε δρομέως προς το βάθος της οδού Ζήνωνος. Πουθενά στον ορίζοντα δεν φαινόταν αστυνομικός, άλλωστε από αρκετά χρόνια η περιοχή της Ομονοίας... ανήκει σε αλλοεθνείς επικράτειες. Ηξερα ότι θα τον συναντήσω σε παρακείμενο καφενέ, όπου μετά τη «δουλειά» πίνει τον «βαρύ και όχι», ξεκουράζεται και μοιράζει τα κέρδη στους «συνεργάτες». Εσπευσα εκεί να τον ρωτήσω τι θα γίνει με την οδό Σοφοκλέους. «Θ' ανέβει», μου είπε με βεβαιότητα και ύφος σοβαρό και περισπούδαστο. «Ετσι γίνεται πάντοτε με τη δουλειά μας! Αφού μαδήσουμε τις κότες, μετά ρίχνουμε καλαμπόκι, για ν' αρχίσουν πάλι να τσιμπάνε. Αλλιώς πώς θα τις βάλεις στο κοτέτσι! Η δουλειά είναι να τις βάλεις στο κοτέτσι, μετά όλα έρχονται μόνα τους». Αυτά μου είπε ο φίλος μου, ο κ. Παπατζής, αυτά σας γράφω κι εγώ και σας εύχομαι καλή χρονιά και (ασκόπως και ψευδεπιγράφως) καλόν αιώνα και καλή χιλιετία...

Του ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗ