ΑΠΟΨΕΙΣ (24-12-99)

Kαλήν ημέραν άρχοντες... Παραμονή Χριστουγέννων με κάλαντα, κάπως λιγότερη δουλειά, τελευταία ψώνια, ένα μεσημβρινό ποτό (άλλα μεσημέρια το πίνουμε χωρίς δικαιολογία), προετοιμασίες για το δείπνο. Ολα πρέπει να γίνουν κατά την παράδοση, παρά τις ζημιές στη Σοφοκλέους. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που περνάμε περιπέτειες. Οι φίλιπποι θα σας πληροφορήσουν ότι στο Φάληρο είχε ακουστεί κάποτε το περίφημο: «Α, ρε... Ζευγώλη, πάλι φασολάδα θα φάμε τα Χριστούγεννα»...

Kατά την παράδοση... Αλλο, βέβαια, αν τα Χριστούγεννα ως θρησκευτική γιορτή δεν είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Ορθοδοξία - και δη στην Ελλάδα. Και αν δεν είχαν έκπαλαι, έχει πλέον διαμορφωθεί μία ατμόσφαιρα, έστω... εισαγωγής. Οτι αυτή η ατμόσφαιρα είναι σε μεγάλο βαθμό εμπορική-καταναλωτική και όχι εκκλησιαστική, δεν είναι ελληνικό χαρακτηριστικό. Παντού έτσι συνέβη. Στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης, τα Χριστούγεννα έγιναν μεγάλη γιορτή χάρη στις προσπάθειες των... εμπόρων, που προώθησαν συστηματικά τη σύνδεσή τους με δώρα, συγκεντρώσεις και ευωχία, επειδή αναζητούσαν μια περίοδο του έτους, που θα αναγορευόταν σε ορόσημο κατανάλωσης. Θα θυμάστε, ίσως, μια απροσδόκητα ειλικρινή περυσινή ελληνική διαφήμιση, που σημείωνε ότι πρόκειται για τη μεγάλη γιορτή των Χριστιανών «αλλά και των καταστημάτων».

Σ' αυτής της γιορτής (των καταστημάτων, δηλαδή) το πλαίσιο, έχει αναπτυχθεί και η παράδοση των εφημερίδων και περιοδικών να προτείνουν δώρα, εστιατόρια, μουσικά και θεατρικά θεάματα - και, βέβαια, βιβλία. Σε βιβλία (και... κόμικς) θα αναφερθεί σήμερα και η στήλη - όχι νέα ούτε για πρόταση αγοράς, αλλά επειδή έχουν συνάφεια με πρόσωπα και πράγματα των ημερών.

Aνατριχιαστικής επικαιρότητας, π.χ., είναι το βιβλίο του Τ.Κ. Γκαλμπρέιθ «Το μεγάλο Κραχ, 1929». Η ανάγνωσή του μπορεί να χρειασθεί τη βοήθεια... υπογλώσσιου (δεν διαβάζει κανείς ευχάριστα ότι υπήρξε μετοχή που από 75 δολλάρια έφθασε σε δύο μήνες στα 7,5 και σε δύο χρόνια στα 75 σεντς), δεν παύει όμως να ενισχύει τη λογική αντιμετώπιση της σημερινής χρηματιστηριακής πορείας, να συμβάλει στην κατανόηση του τι ακριβώς κάνουν οι γύρω μας «μεγάλοι» Θωμάδες και Βαγγέληδες, που θαυμάζουμε στην άνοδο και στηλιτεύουμε στην πτώση. Και κυρίως δεν παύει να θυμίζει ότι, όπως σημειώνει ο συγγραφέας απολογούμενος για το χιούμορ που διαπνέει το βιβλίο του, «το χρηματιστηριακό κραχ είναι η μόνη μεγάλη καταστροφή, που είναι μεν καταστροφή, αλλά τελικώς δεν χάνεται τίποτε άλλο από λεφτά»... Ο πολύνεκρος σεισμός του Σεπτέμβρη είναι πολύ νωπός, για να μας καταρρακώσει η πτώση της περιφέρειας...

Οσο για την απόγνωση από το κραχ, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι αυτοκτονίες και η συντριβή δεν ήρθαν τόσο το 1929, αλλά στη συνέχεια, με την παρατεταμένη ύφεση, που δεν υπήρξε, π.χ., μετά το κραχ του 1987, αφού οι κυβερνήσεις είχαν πάρει μαθήματα από την κρίση του '30. Είναι, πάντως, αλήθεια ότι ο Γκαλμπρέιθ κάνει χιούμορ ακόμη και με τις αυτοκτονίες. Δεν αληθεύει, λέει, ότι οι μεγάλοι παίκτες αυτοκτονούσαν πηδώντας από τα παράθυρα: «Ο επικεφαλής μεγάλης εταιρείας φωταερίου, π.χ., αυτοκτόνησε, προσηκόντως, με αέριο». Μαύρη παρηγοριά, τέτοιες μέρες. Αλλά, είπαμε: με το κεφάλι ψηλά και αυτοσαρκαζόμενοι, παρά τις ζημιές.

«Οποιος χάνει τη δύναμη να γελάει, χάνει τη δύναμη να βλέπει τα πράγματα καθαρά», είχε πει προς τον πρόεδρο ενός Δικαστηρίου ο μεγάλος Αμερικανός ποινικολόγος Κλάρενς Ντάροου. Ο κ.Γιαννόπουλος προφανώς δεν τον συμμερίζεται. Και ανακάλυψε στο πρόσωπο ενός προβληματικού συμπολίτη μας τον... «αποκεφαλιστέο» προβοκάτορα. Ιερά οργή τον εδόνησε. Πολύ διαφορετική στάση από εκείνην που επιδεικνύει ο νυν θιγείς στις κατά καιρούς αμετροεπείς επιθέσεις του έναντι παντός αντιπάλου...

Tρία χρόνια παρά έναν μήνα χωρίς αναστολή στον κ. Δ. Ρέλλο. Στην περίπτωση δεν «πάει» ο Γκαλμπρέιθ. Χρειάζεται κάτι δραστικότερο. Χρειάζεται Λούκι Λουκ. Τεύχος 4, «Η θεραπεία των Ντάλτον». Ο ψυχίατρος Οττο Φον Χιμπεργκάιστ επισκέπτεται τις φυλακές του Νάθινγκ Γκαλτς, για να εφαρμόσει πρωτοποριακή μέθοδο θεραπείας εγκληματιών. Του παρουσιάζουν τον «ανθό»: «Μαξ ο αντεροβγάλτης: Αρνήθηκε να πληρώσει τον λογαριασμό, επειδή το φαγητό ήταν ανάλατο. Σκότωσε όλο τον κόσμο στο εστιατόριο. Καταδικάστηκε σε τρεις μήνες επειδή δεν πλήρωσε το γεύμα του. Τομ ο σφάχτης: Κατέστρεψε την Ουάλις Τάουν: δώδεκα νεκροί. Καταδικάστηκε σε 4 μήνες για διατάραξη κοινής ησυχίας. Ρόναλντ Ρουέδερφορντ: Εκλεψε ένα άλογο. Καταδικάστηκε σε ισόβια». Ερωτώμενος από τον Λούκι Λουκ αν κάποιοι από τους εγκλείστους αυτούς τον ενδιαφέρουν, ο ψυχίατρος απαντά: «Οχι, αλλά θα ήθελα πολύ να γνωρίσω τους δικαστές τους»...

Για τον κ. Γιαννόπουλο, η χθεσινή «Κ» τα είπε όλα με τον τίτλο του κυρίου άρθρου της: «Πώς μένει υπουργός»; Η καταδίκη του κ. Ρέλλου, όμως, δεν απαγγέλθηκε από τον υπουργό, αλλά από δικαστές. Από δικαστές, που έστειλαν στη φυλακή έναν προβληματικών εκδηλώσεων άνθρωπο, που θα αρκούσε να τον πετάξουν με τις κλωτσιές από το ακροατήριο. Αισθάνονται ότι απένειμαν δικαιοσύνη; Αισθάνονται ότι αυτό ήταν το πρέπον μήνυμα... γενικής και ειδικής πρόληψης προς την κοινωνία;

Επί του θέματος, αρμόζει λίγος Τσέστερτον, από το απολαυστικό «Λέσχη Αλλόκοτων Επαγγελμάτων». Κορυφαίος δικαστής ακούει επιφανή πολιτικό να καταθέτει εναντίον μικροκακοποιού. Αμέσως μετά την κατάθεση, στρέφεται προς τον πολιτικό: «Να αλλάξετε ψυχή. Αυτή που έχετε είναι για τα σκυλιά». Στη συνέχεια παραιτείται από το Σώμα. Μια ζωή, εξηγεί, διαπίστωνα ότι ο νόμος μου υποδείκνυε να στείλω στη φυλακή κάποιον άνθρωπο, που έβλεπα ότι είχε ανάγκη όχι κράτησης, αλλά... διακοπών. Κάποιον, που είχε ανάγκη όχι καταδίκης, αλλά στοργής. Κάποιον που του έπρεπε ποινή όχι κάθειρξης, αλλά απόλυτης σιωπής...

Mε νόμους, που εισηγήθηκε και υπέγραψε, ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε τη δυνατότητα σε καταδικασμένους σε πολυετείς φυλακίσεις για ακάλυπτες επιταγές εκατοντάδων εκατομμυρίων να πληρώσουν τις ποινές τους (αμετάκλητες και αμετάτρεπτες) - και μάλιστα με... έκπτωση. Αισθάνεται, άραγε, ότι αυτοί καλώς κυκλοφορούν ελεύθεροι και ο αλλόκοτος καλώς βρίσκεται στη φυλακή;

Nα με συγχωρείτε για τη χριστουγεννιάτικη οργή, αλλά αυτή η «υπόθεση Ρέλλου» δεν είναι ούτε αστείο ούτε «λεπτομέρεια». Οπως δεν είναι καθόλου ευτράπελη η απρέπεια, που μάθαμε να ανεχόμαστε ως δήθεν «γραφική». Ο κ. Γιαννόπουλος δεν συγχωρεί. Ούτε εμείς πρέπει να τον συγχωρήσουμε πολιτικά.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ