ΣΤΑΣΕΙΣ (03-12-99)

Ακινησία

Το μόνο που έχει αλλάξει με τα χρόνια είναι ο αριθμός των νεκρών. Είναι πολλοί πια, κι είναι δίπλα μας, γείτονες, φίλοι, συγχωριανοί, συγγενείς, άνθρωποι που δεν ανήκουν βέβαια σ' εκείνες τις κατηγορίες του μυθικού κακού με τις οποίες συσχέτιζε τα ναρκωτικά η απαίδευτη φαντασία μας. Κατά τα λοιπά, και παρότι η σχέση μας με το οξύτατο πρόβλημα δεν είναι πια φιλολογική, οι απόψεις μας μένουν απαρασάλευτες: ό,τι πιστεύαμε, ό,τι ψευτοερμηνείες κατασκεύασε η λειψή γνώση και τα ιδεολογήματά μας, αυτά συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε, ανένδοτοι, δηλαδή απρόθυμοι να δούμε με νέο βλέμμα ένα πρόβλημα που είναι πολύ σοβαρό, ώστε να το χρησιμοποιούμε σαν μια ακόμη ευκαιρία για να χωριστούμε σε «συντηρητικούς» και προοδευτικούς».

Κι ενόσω εμείς ακινητούμε, ογκούται ο θάνατος. Ενόσω εκβιάζουμε τις στατιστικές και τα στοιχεία για να συμμορφωθούν στις προετοιμασμένες αντιλήψεις μας, στις γειτονιές των καταθλιπτικών πόλεων, στις πλατείες, στα χαλάσματα, στα πάρκα, η βελόνα ράβει σάβανα. Σηκώθηκε και τώρα θόρυβος πολύς, και όχι επειδή ανακοινώθηκε επίσημο πρόγραμμα, παρά μόνο και μόνο επειδή ο υφυπουργός Υγείας είπε δημόσια μια σκέψη του, πως ίσως δηλαδή πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμα άλλων χωρών που, από αμηχανία ή απόγνωση, αποφάσισαν να χορηγούν ηρωίνη στους εξαρτημένους, ώστε τουλάχιστον να καθυστερούν το θάνατό τους, με την ελπίδα ότι θ' ανάψει μέσα τους η επιθυμία τους να απεξαρτηθούν. Οχι, δεν είναι αυτή η μόνη λύση, πιθανόν δε να μην είναι καν θεαματικά αποτελεσματική. Κι ωστόσο, γνωρίζουν όλοι, κι ας μην το ομολογούν δημόσια, ότι η καταστολή, για τη «λογική» τής οποίας ο χρήστης είναι εγκληματίας και όχι ασθενής, απέτυχε, στην Ελλάδα και παντού£ γνωρίζουν επίσης ότι οι θάνατοι οφείλονται πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, στη δράση των κυκλωμάτων― γνωρίζουν ότι οι δεσμώτες της ηρωίνης, για να αποκτήσουν τη δόση τους, είναι σφόδρα πιθανό να παρανομήσουν, να καταντήσουν ενεργούμενα, αφού η εξάρτησή τους είναι διπλή: από την ουσία και από τον έμπορό της.

Γκρίζες οι μέρες, θα συνεχίσουν να παράγουν θύματα της χημικής «ευφορίας». Κοινωνίες σαν τη δική μας, πλούσια φτωχές, φίλαυτες και αποδιαρθρωμένες, είναι προφανές ότι αδυνατούν να δράσουν στην πηγή του κακού. Το χρέος τους είναι να σώσουν τουλάχιστον όσους θέλουν να σωθούν. Οφείλουν λοιπόν να μην αποκλείουν με ιδεοληπτική ανεπιστημοσύνη καμία δυνατότητα£ κι αφού το μυαλό τους δεν προτίθεται ν' ανοίξει, ας ανοίξει έστω η καρδιά τους.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ