ΣΤΑΣΕΙΣ (01-12-99)

Γενναιοδωρία...

Μια τυχαία αθηναϊκή ημέρα, δίχως συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης - άρα δίχως τον ένοχο στον οποίο αποδίδουμε συνήθως το κυκλοφοριακό κομφούζιο, ακόμη κι όταν πλήττει την Ποσειδώνος ή τα Βριλήσσια. Αλλά η συμφόρηση, συμφόρηση, αφού ακριβώς το εξουθενωτικά αφύσικο αποτελεί την ημερήσια κανονικότητά μας, το ανυπέρβλητο δεδομένο μας£ να σπαταλάμε τη μετρημένη ζωή μας σε φανάρια που, όποιο κι αν είναι το χρώμα τους, δείχνουν προς το πουθενά. Πέντε, έξι, δέκα λεπτά καθηλωμένος πίσω από το αστικό, έχεις όλο το χρόνο να φιλοσοφήσεις, αν τα νεύρα σου δεν έχουν ήδη τσακιστεί, να διαβάσεις μισή νουβέλα, να μιλήσεις στο «κινητό» (αν ανήκεις στην επικράτειά του) με πέντε φίλους σου, να μετανιώσεις που δεν γεννήθηκες αλλού και άλλοτε.
Σηκώνεις, ηττημένος, το βαριεστημένο βλέμμα σου και διαβάζεις μηχανικά τη διαφημιστική αφισούλα στο παρμπρίζ του λεωφορείου: «Σας προσφέρουμε τη μετακίνηση στο κέντρο της Αθήνας, αν οι αγορές σας υπερβαίνουν τις πέντε χιλιάδες δραχμές. Πληροφορίες στα συμβεβλημένα καταστήματα»... Τα χάνεις. Δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις αν πρόκειται για πραγματική διαφήμιση ή για χοντροκομμένο αστείο του υπουργείου Συγκοινωνιών, να το διαβάζουν οι δεσμώτες της κυκλοφορίας, να ψευτογελάνε και να εκτονώνονται. Θαυμάσιο δώρο, μα την αλήθεια. «Γλιτώνεις» δύο-τρία κατοστάρικα, τα εισιτήρια δηλαδή, αλλά υπό την αυστηρή προϋπόθεση να χάσεις μισή, μία, δύο ώρες (και πόση ψυχή; ποιο το δικό της μέτρο;), ακινητοποιημένος κάπου στην Πανεπιστημίου, στην Ακαδημίας, στην Πατησίων. Κολλημένος δηλαδή σ' εκείνα τα σημεία της πόλης όπου το ουρλιαχτό θα ήταν απολύτως εύλογο, ίσως και απελευθερωτικό, και γι' αυτό ακριβώς δεν το αποτολμά κανένας: Πώς να ουρλιάξεις εν μέσω του πολιτισμού, εν μέσω του πολιτισμού της ακινησίας, του βαλτώματος, του χαμένου χρόνου που πουθενά δεν θα τον ξαναβρείς και κανένας δεν θα σου επιστρέψει ούτε καν το λείψανό του; Δεν ξέρω ποιες σκέψεις, αγαθές ή απλώς σαδιστικές, οδήγησαν σ' αυτό το άδωρο δώρο της άνευ ανταλλάγματος «μετακίνησης» προς την απόλυτη ακινησία. Σαν να σου τάζουν δωρεάν επιδέσμους, αν δεχθείς να παίξεις το ρόλο του σάκου σε αθλούμενους μποξέρ. Στην Ιαπωνία βρέθηκαν ήδη άνθρωποι «πρόθυμοι» μέσα στην πενία τους να πιάσουν δουλειά σε μεταμοντέρνα «θεραπευτήρια», όπου τους ξυλοκοπούν αγρίως, προς εκτόνωση, οι ψυχοπλακωμένοι πελάτες. Εμείς εδώ, όπως φαίνεται, καλούμαστε να αυτομαστιγωθούμε στη μέση της Σταδίου για να μην πάει χαμένο το εισιτήριο προς την ημερήσια παραζάλη που μας «χαρίζουν». Σπολλάτη τους.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ