ΣΤΑΣΕΙΣ (26-11-99)

Συνήθειες

Να μην αγοράσουμε τρεις σακούλες γαριδάκια σήμερα για τα παιδιά, κι ας περιέχουν, δώρο τάχα, τις φάτσες των γηίνων και εξωγηίνων ηρώων του «Πολέμου των άστρων» ή του επανακάμψαντος Ταρζάν· και μία φτάνει. Καλό στη γεύση τους θα κάνουμε. Και το παιγνίδι που έβαλαν στο μάτι, ή μάλλον τους το έβαλαν στο μυαλό οι τηλεοπτικές διαφημίσεις, που δήθεν απαγορεύονται, ας μην τους το πάρουμε, κι όχι από τσιγκουνιά παρά επειδή θα έρθει να προστεθεί στα δεκάδες άλλα που σωρεύουν την αχρησία τους· κι ύστερα, ο όγκος που πιάνουν όλα τα τάχα προστατευτικά περιτυλίγματά του, αυτά που κάνουν μπούγιο και ανεβάζουν την τιμή, είναι πενταπλάσιος από τον όγκο του ίδιου του παιγνιδιού. Και να καπνίσουμε πέντε, δέκα τσιγάρα λιγότερα σήμερα· θα καταναλώσουμε μετριοπαθέστερα την ψευδαίσθηση της απόλαυσης και η ανάσα μας θα βρει έναν τρόπο να μας αντευχαριστήσει. Α, ας αφήσουμε και το όχημα παρκαρισμένο· θα κάψουμε λιγότερο οξυγόνο, θα καταπιούμε λιγότερα καυσαέρια, κι ίσως κάνουμε παρεμπιπτόντως τη σπουδαία ανακάλυψη ότι διακόσια μέτρα ώς το ψιλικατζίδικο με τα πόδια (τα οποία, μάλλον από λάθος της φύσεως, δεν έχουν το σχήμα του τροχού) δεν είναι κανένας άθλος ισότιμος με την αναρρίχηση στα Ιμαλάια. Την τηλεόραση; Ε, ας την κλείσουμε (όπως και εκείνα τα φώτα που φέγγουν αναίτια σε ένα δωμάτιο όπου δεν υπάρχει κανείς)· θα καταναλώσουμε λιγότερο ηλεκτρικό, πολύ λιγότερο μελόδραμα και πάρα πολύ λιγότερη κακογουστιά, κι ίσως να συνηθίσουμε να ζούμε δίχως αυτήν, ίσως να κάνουμε μιαν άλλη σπουδαία ανακάλυψη: πως ο κόσμος (και ο ελεύθερος χρόνος) υπήρχε πριν κι από την τηλεόραση, και πιθανότατα θα συνεχίσει να υπάρχει και έπειτα από αυτήν. Ας πάμε λοιπόν στην ταβέρνα, παρά να βουλιάξουμε στο πέλαγος του καναπέ για να απορροφηθούμε από τη μικρή οθόνη. Αλλά, ειδικά σήμερα, ας μην παραγγείλουμε άλλα τέσσερα από εκείνα τα νόστιμα ορεκτικά δέκα λεπτά μετά την καταβρόχθιση του κυρίως γεύματος· χαμένα θα πάνε, κι απλώς θα μας προσφέρουν την ικανοποίηση της σπατάλης, με την οποία συχνά-πυκνά εξισώνουμε την ελληνική διαφορά μας από τους «μετριόπληκτους» Δυτικούς. Μπορούμε άραγε να τα κάνουμε όλα αυτά; Μπορούμε να παραμερίσουμε προς στιγμήν τις συνήθειες μας, τα ημερήσια πάθη μας, την πεποίθησή μας ότι έχει και ο «πολιτισμός του περιττού» την αξία του; Μάλλον όχι. Αν ήταν δυνατόν, δεν θα χρειαζόταν καμία «ημέρα κατά του υπέρμετρου καταναλωτισμού», όπως η σημερινή.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ