ΣΤΑΣΕΙΣ (12-11-99)

Παραστάσεις

Δεν ξέρω αν είναι πλήγμα για την Ελλάδα η αναβολή της επίσκεψης Κλίντον, μπορώ ωστόσο να υποθέσω, όχι και τόσο αυθαίρετα, ότι πολλοί από εκείνους που ισχυρίζονται πως «ταπεινώθηκε η χώρα μας», μάλλον δεν αισθάνονται και τόσο άσχημα με αυτήν την «ταπείνωση». Διαβάζουμε βέβαια δακρύβρεχτες κομματικές ανακοινώσεις και ακούμε μακροσκελείς αναλύσεις συνοφρυωμένων πολιτικών για τη «ζημιά της χώρας», δύσκολα πάντως κρύβεται η χαιρεκακία των τύποις οδυρομένων. Κάθε κόμμα, σαν δέσμιο της μετριοπάθειάς του, ταυτίζεται είτε με το έθνος είτε με το λαό και φρονεί ότι μόνον αυτό θα μπορούσε να υπηρετήσει πλήρως είτε το έθνος είτε το λαό. Σαν δέσμιο δε των φιλοδοξιών του, έχει λόγους όχι να απεύχεται τη ζημιά της (οποιασδήποτε) κυβέρνησης, ακόμη κι αν η ζημιά αφορά τη χώρα και όχι τους κυβερνώντες, αλλά να την επιθυμεί, αν όχι να την απεργάζεται, ώστε να επενδύσει σε αυτήν, να τη χρησιμοποιήσει σαν εφαλτήριο προς την κάλπη. Ας μην παραβλέπουμε άλλωστε ότι υπάρχουν παλαιόθεν κομματικοί μηχανισμοί που, καθηλωμένοι στην πρωτόγονη πολιτική σκέψη, πιστεύουν ακράδαντα ότι όσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα για τον κόσμο, τόσο καλύτερα θα πηγαίνουν οι δικές τους υποθέσεις· αν φτωχύνουμε όλοι, ίσως γίνουμε αντικαπιταλιστές, κι αν τσιμεντωθεί και το έσχατο πράσινο στρέμμα, ίσως στραφούμε αίφνης στην οικολογία... Η σκυτάλη της υποκρισίας και της υστεροβουλίας βρίσκει πάντοτε πρόθυμα χέρια: Οσοι κυβερνούν σήμερα, κραδαίνοντας τον πραγματισμό και το εθνικό συμφέρον, αύριο-μεθαύριο, αντιπολιτευόμενοι, θα επαναλάβουν ευχαρίστως εκείνα για τα οποία καταγγέλλουν τη νυν αντιπολίτευση, η οποία, με τη σειρά της, όταν αναρριχηθεί στην εξουσία, θα θυμηθεί το ρεαλισμό και τις «εθνικές αξίες» και θα κατηγορεί τους αντιπάλους της για λαϊκισμό και ελαφρότητα. Με τούτα κατά νουν, δεν πρέπει να μας παραξενεύει το θέαμα: Δημοσίως, και φορώντας το κατάλληλο πένθιμο ύφος, μετράμε τα «μείον της πατρίδας», και κατ' ιδίαν, στα γραφεία μας, εκεί όπου καταστρώνουμε τα σχέδια για την εκπόρθηση της εξουσίας (η οποία έχει τη μεθυστική αίγλη του αυτοσκοπού), ξεφορτωνόμαστε την εθνικώς ορθή στενοχώρια μας και χαιρόμαστε βλέποντας ν' αβγατίζουν τα συν του κόμματός μας. Ετσι ήταν - κι έτσι θα 'ναι. Θα συνεχίσουμε φυσικά, και στην επόμενη χιλιετία, να ρητορεύουμε ακούραστα υπέρ των εθνικών συμφερόντων αλλά για έναν και μόνο λόγο: για να μπορούμε να αλληλοκαταγγελλόμαστε, επίσης ακούραστα, για την απουσία κοινής πολιτικής στα θέματα που, εξ εθίμου, τα αποκαλούμε εθνικά.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ