Ξυλοπάπουτσα
|
Στην προς Χριστόδουλον τρίτη επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη εμπεριέχεται και η εξής διαπίστωση, η οποία αποκαλύπτει γνώση των εγκοσμίων επαρκέστατη και, κυρίως, φανερώνει μιαν ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Η εποχή ημών, εποχή πραγματιστική και ωφελιμιστική, μετ' αδιαφορίας, ενίοτε δε και μετά περιφρονήσεως και εμπαικτικής συγκαταβάσεως, ακούει τους κληρονομημένους τίτλους, τους οποίους εκ σεβασμού προς την παράδοσιν αναγκαζόμεθα άπαντες οι την Εκκλησίαν διακονούντες όπως χρησιμοποιώμεν». Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη διερμηνεία η πατριαρχική απόφανση ούτε βέβαια εξάγεται ερήμην της πραγματικότητας· παρά την ενοχοποίηση της «πραγματιστικής, ωφελιμιστικής εποχής», θα 'λεγα ότι ακούγεται σαν ήχος φραγγελίου, τουλάχιστον σ' εκείνους που έχουν τα ώτα για ν' ακούουν.
Ισως κάπου στο βάθος της πατριαρχικής σκέψης να άναψε κάποια στιγμή ο έγκαιρα μετριοπαθής λόγος του Μεγάλου Βασιλείου, πως δηλαδή η οίηση κι ο κομπασμός είναι σαν τα ξυλοπάπουτσα: μας δίνουν ένα κάποιο μπόι, την ψευδαίσθησή του μάλλον, αλλά στην πραγματικότητα δεν μας εξυψώνουν, δεν εξυψώνουν το νου και την ψυχή μας. Ετσι συμβαίνει και με την οίηση των ονομάτων, των επιθέτων, των τίτλων, των ίδιων των αξιωμάτων· φαντάζουν υπέρβαρα, αλλά μένουν κενά, εφόσον δεν τα σαρκώνει ο αγαθός βίος. Καμία αγιοσύνη δεν πιστοποιεί το έθος να αποκαλούνται άγιοι ή και πανάγιοι ορισμένοι αξιωματούχοι της εκκλησίας. Καμία σοφία δεν μαρτυρεί αυτονοήτως ο χαρακτηρισμός τους ως σοφολογιοτάτων ή ελλογιμοτάτων. Και ουδόλως αληθεύει ένας άλλος υπέρογκος χαρακτηρισμός ενίων εξ αυτών ως «Ισαποστόλων» ή «Δέκατων Τρίτων Αποστόλων», εν ζωή μάλιστα, πριν διαλάμψουν και επικυρώσουν με την πολιτεία τους έστω το ένα χιλιοστό του μεγέθους που τους αποδίδουν οι ανοίκειοι τίτλοι και υπότιτλοι.
Δικαίωμα στη ματαιοδοξία, και στην κουφότητα ακόμη, έχουμε όλοι, ποίμνιο και ποιμενάρχες, κι αυτό το γνώριζαν άριστα οι παλαιοί ασκητές, που αποζητούσαν στην ερημία τη μεταρσίωση, βέβαιοι ότι δεν θα μπορούσαν να την κατορθώσουν μες στην «πολλή συνάφεια» (για να ψεχθούν με τη σειρά τους και αυτοί, από άλλους θεολογούντες, σαν πεπληγμένοι από μια άλλου είδους αλαζονεία, διαβρωτικότερη). Το ποίμνιο ωστόσο διατηρεί ακέραιο και το δικαίωμα της περιφρονήσεως ή και της εμπαικτικής συγκαταβάσεως, που θαρραλέα του αναγνωρίζει ο πατριάρχης. Και τι άλλο θα μπορούσε να πράξει το χριστεπώνυμο πλήρωμα, όταν βλέπει στις ειδήσεις πλάνα από τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου και παρατηρεί ότι κάποιοι ιεράρχες, την ώρα ακριβώς της προσευχής και της κατάνυξης, στρέφουν με προσδοκία το βλέμμα (δηλαδή το πνεύμα, την ψυχή) προς την εκμαυλιστική κάμερα;
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
|