ΠΡΟ-ΒΟΛΕΣ (13-10-99)

Τα αγάλματα

Εκεί. Στη συμβολή πεζόδρομου Κοραή και Πανεπιστημίου. Ενας γέρος και μια γριά. Καπνισμένοι. Πρόσωπο, χέρια, ρούχα. Ο άντρας σπρώχνει ένα καρότσι. Μπολσεβίκοι εργάτες, βικτωριανοί προλετάριοι; Η ακινησία τους όλη αυτή την ώρα καταπλήσσει. Μερικοί λένε «μπράβο, πολύ ωραία». Στο καροτσάκι μέσα δυο καλοδιπλωμένα κατοστάρικα. Κάποιος προσθέτει άλλα δύο, μεταλλικά. Ελαφρά, μετακινείται το χέρι της γριάς, αγγίζει τον σύντροφό της. Εκείνος κάνει ένα μικρό βήμα μπροστά, σπρώχνει λίγο το καρότσι του. Από τη λεπτοκαμωμένη παλάμη μαντεύει κανείς νεαρό πλάσμα, λίγα μαλλιά κάτω από την γκρίζα σκούφια, μιλάνε για ένα χαριτωμένο καστανόξανθο κεφάλι. Κι εκείνος μέσα στα χοντροπάπουτσά του, πόσο προσεκτικά σκύβει προς το μέρος της! Οι γηραλέες καλοκάγαθες μάσκες τους, ίσως από απλό πεπιεσμένο χαρτί, αποκαλύπτουν τη νεαρότητα και την τρυφερότητά τους, όπλα ακατανίκητα στην περιπέτεια που ξεκίνησαν μαζί, ποιος ξέρει από ποια μακρινή χώρα! Ανθρώπινα αγάλματα λοιπόν! Στη μέση της Αθήνας. Μια ώρα κάπως καλή, κάπως ήρεμη, φωτεινή. Που γίνεται ακόμη φωτεινότερη μ' αυτά τα δύο παιδιά που γυρίζουν τον κόσμο, κάνοντας τέχνη του δρόμου. Με πρωτοτυπία, έμπνευση, χιούμορ! Είχαμε την τύχη μπροστά σε κείνο το νεοκλασικό που τώρα μοιάζει με μεταλλαγμένη καραμέλα, να δούμε μια τέχνη μικρή, όμως τέχνη ψυχής, κάτι σαν ιεροτελεστία, σαν άναμμα κεριού. Είναι αδύνατο να μη σκεφθεί κανείς, πόσο θα άλλαζε η ζωή μας αν είχαμε πιο πολλή τέχνη κοντά μας, κυριολεκτικά μπλεγμένη στα πόδια μας. Η μνημειακή επιβλητικότητα των τεράστιων αγαλμάτων που κοσμούν την Αθήνα, εκείνα τα βουβαμένα μπούστα, δεν έχουν χάρη και παλμό. Δεν εμπνέουν τον κάτοικο της πόλης που έχει ξεχάσει ο καημένος πώς το οδόστρωμα κρύβει το μυθικό υπόστρωμα! Αν στις παρανοϊκές μας «μητροπόλεις» μπορούσαμε και ξέραμε να χαρούμε τέχνη του δρόμου, θέατρο, παντομίμα, αγάλματα, τι άραγε θα συνέβαινε; Και τι είδους άνθρωποι θα γινόμασταν; Αίνιγμα μεταφυσικό και αναπάντητο...

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ