ΣΤΑΣΕΙΣ (08-10-99)

Είδωλα

Ηδη από τις πρώτες ημέρες της αρχιεπισκοπικής του θητείας, ο κ. Χριστόδουλος έχει δείξει, με τις πράξεις του, ότι, πρώτον, αγαπά μετά πάθους σφοδρού τη δημοσιότητα (οπότε ακούγονται άνευ σημασίας οι τωρινές διαβεβαιώσεις του ότι δίνει συνεντεύξεις «δυσανασχετών»), δεύτερον, είναι ενδοτικότατος στην κολακεία, ακόμη και στην πλέον κακόγουστη (δεν είχε ενοχληθεί ούτε καν όταν ο υφυπουργός Παιδείας κ. Ανθόπουλος τον είχε προσαγορεύσει, με καταφανώς βλάσφημο οίστρο, «νυμφίο εν τω μέσω του φωτός») και τρίτον, ότι δεν ανέχεται την κριτική των έργων και των πληθωρικότατων λόγων του, όσο τεκμηριωμένη ή και ήπια κι αν είναι αυτή, και απ' όπου κι αν προέρχεται, από λαϊκούς ή ιερωμένους. Αλλά, αν θυμόμαστε καλά, η ευαγγελική παραίνεση είναι «μην κρίνετε, ίνα μην κριθήτε» και όχι «κρίνετε και κατακρίνετε, ίνα μην κριθήτε». Εφόσον λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμά του να κρίνει τους πάντες, θα όφειλε να αποδεχθεί ως ομοίως αυτονόητο το δικαίωμα των υπολοίπων να διατυπώνουν τον κριτικό τους λόγο για τη δική του δημόσια στάση. Ουδείς άλλωστε τυγχάνει αλάθητος και ουδείς, όσο οιηματίας, δεν δικαιούται να ισχυρίζεται ότι έχει συνάψει αποκλειστικές σχέσεις με το Άγιο Πνεύμα· ακόμη και οι Πάπες έπαψαν να υποστηρίζουν με ιδιαίτερη ζέση ότι τους δωρήθηκε άνωθεν ο άσφαλτος νους. Η δυσφορία που προκαλεί στον Αρχιεπίσκοπο η αμφισβήτηση της αυθεντίας του και η κριτική της πολιτείας του τον οδηγεί (και αυτόν, όπως όλους όσοι κατέχονται από το σύνδρομο της αυτοδίκαιης υπεροχής και από την πεποίθηση ότι δικαιούνται να μένουν εκτός ελέγχου) είτε στη συνωμοσιολογία είτε στην ηθική καταρράκωση των επικριτών του. Οσοι λοιπόν δεν ανατροφοδοτούν τη φιλαυτία του, είναι είτε σκοτεινοί συνωμότες, όργανα ποιος ξέρει ποιων δυνάμεων, κοσμικών ή θρησκευτικών, είτε «γραικύλοι», άτομα δηλαδή με μειωμένη ελληνικότητα, όπως ευκόλως αποδεικνύεται όταν καταμετρούνται με το γνωστό «ελληνόμετρο». Η πιθανότητα να έχουν κι αυτοί δίκιο είναι μικρότερη και από την πιθανότητα να προσδιοριστεί επιστημονικά το φύλο των αγγέλων. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας κινδυνεύει να γίνει αιχμάλωτος (αν δεν έχει ήδη γίνει) της δημόσιας εικόνας που με κοσμικότατη επιμέλεια και συστηματικότητα φιλοτέχνησε ο ίδιος από κοινού με τους κόλακές του. Κινδυνεύει να δουλωθεί από το ίδιο του το είδωλο, το είδωλο ενός εθνάρχη που «επιτέλους θα ξανακάνει λαμπρή την Ελλάδα». Και καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι ισχύει, εν προκειμένω, το ρήμα «κινδυνεύει» ή πρέπει να αντικατασταθεί από το «επιθυμεί».

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ