ΣΧΟΛΙΟ Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ (17-09-99)

Η παγίδα των ψευδαισθήσεων

Οι δηλώσεις των κ. Ετσεβίτ και Τζεμ αυτή την εβδομάδα είναι εξαιρετικά χρήσιμες, όχι γιατί αποκαλύπτουν κάτι νέο για τις προθέσεις της Αγκυρας, αλλά γιατί προσγειώνουν όσους εδώ στην Αθήνα έχουν την τάση να επενδύουν σε μια διαφοροποίηση της τουρκικής πολιτικής και για την Κύπρο και για το Αιγαίο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω των σεισμών η ψυχική προσέγγιση των δύο λαών προσέλαβε πρωτοφανείς διαστάσεις. Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι αυτή η προσέγγιση έχει βαρύνουσα πολιτική σημασία. Τώρα, το κλίμα στην κοινή γνώμη και των δύο χωρών είναι ριζικά διαφορετικό, γεγονός που δεν αφήνει περιθώρια στην Αγκυρα να καλλιεργήσει τεχνητές εντάσεις και πολύ περισσότερο να ακολουθήσει τυχοδιωτική πολιτική. Η Ελλάδα επιδιώκει την ύφεση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, γιατί είναι μια χώρα με άλλες αντιλήψεις και άλλο στρατηγικό προσανατολισμό απ' ό,τι η Τουρκία. Επιπροσθέτως, αυτή την περίοδο η χώρα μας έχει ειδικό συμφέρον να επικρατεί κλίμα ύφεσης για να ολοκληρώσει χωρίς εξωτερικούς περισπασμούς την ένταξή της στην ΟΝΕ. Μέχρι εδώ δεν φαίνεται να υπάρχουν αξιόλογες διαφωνίες. Οι διαφωνίες αρχίζουν όταν τίθεται επί τάπητος ο τρόπος με τον οποίο η Αθήνα πρέπει να χειρισθεί τη νέα συγκυρία. Ορισμένοι κυβερνητικοί παράγοντες θεωρούν το κλίμα προσέγγισης των δύο λαών ως μία μοναδική ευκαιρία για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο επιδιώκουν ο εν εξελίξει διάλογος να περάσει σύντομα από τα ανώδυνα θέματα της οικονομικής, πολιτιστικής και άλλης συνεργασίας στα πολιτικά προβλήματα. Η γραμμή αυτή εδράζεται -όπως ήδη σημειώσαμε- στη θεώρηση ότι η συγκυρία προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία. Στην πραγματικότητα, όμως, η θεώρηση αυτή αποτελεί περισσότερο ελπίδα παρά τεκμηριωμένη πολιτική εκτίμηση. Σε θέματα εθνικής πολιτικής, η Τουρκία έχει να επιδείξει αδιατάρακτη σταθερότητα, ακόμα και όταν εδέχθη ισχυρές πιέσεις. Το γεγονός ότι το καθεστώς της Αγκυρας έχει αλλάξει τη ρητορική του έναντι της Ελλάδας δεν σημαίνει καθόλου ότι έχει διαφοροποιήσει και την επεκτατική πολιτική του. Οι κ. Ετσεβίτ και Τζεμ φρόντισαν να το καταστήσουν απολύτως σαφές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν η Αθήνα επιχειρήσει να φέρει στο προσκήνιο τα πολιτικά προβλήματα, όλα δείχνουν ότι το μόνο που θα καταφέρει είναι να οδηγήσει το διάλογο σε αδιέξοδο, και κατ' αυτό τον τρόπο να χαλάσει το υφιστάμενο καλό κλίμα. Εάν, αντιθέτως, προσπαθήσει να κρατήσει τις συνομιλίες όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα επίμαχα, θα κερδίσει πολιτικό χρόνο, τον οποίο, όπως ήδη σημειώσαμε, ειδικά αυτή την περίοδο η Ελλάδα έχει ανάγκη.