ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ (17-09-99)

Το Κογκρέσο

Το επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι είναι γνώρισμα του φθινοπώρου στην Ουάσιγκτον και αυτός ο χρόνος δεν θα αποτελέσει εξαίρεση, αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν ότι είναι καθαρά προεκλογικός. Υπό αυτό το πρίσμα, αξίζει τον κόπο να δούμε πώς λειτουργεί το νομοθετικό σώμα των ΗΠΑ, παραμονές ενός σημαντικού προεκλογικού αγώνα. Υστερα από κωλυσιεργία μηνών, το αμερικανικό Κογκρέσο επαναλαμβάνει τις εργασίες του μετά τη θερινή διακοπή, με τα μέλη του αποφασισμένα να προωθήσουν πληθώρα νομοσχεδίων σε λιγότερο από δύο μήνες. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι αδύνατο. Πρώτον, πρέπει να ψηφίσουν όλα τα νομοσχέδια που αφορούν στις δαπάνες. Από το σύνολο των δεκατριών νομοσχεδίων, τα έντεκα δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί και από αυτά τα σημαντικότερα, αυτά δηλαδή που αφορούν τα υπουργεία Εργασίας, Υγείας και Παιδείας, δεν έχουν καν συνταχθεί. Δεύτερον, το Κογκρέσο, ή μάλλον οι ρεπουμπλικανοί, πρέπει να αποφασίσουν για την επόμενη κίνησή τους, όταν ο πρόεδρος ασκήσει βέτο -θεωρείται βέβαιο- στο νομοσχέδιο για τις φορολογικές ελαφρύνσεις, ύψους 792 δισ. δολαρίων. Και, φυσικά, υπάρχουν πολλά άλλα νομοσχέδια, όπως αυτό για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας των κομμάτων ή τον έλεγχο της οπλοφορίας, που αναμένουν την ψήφισή τους. Με τόσο διογκωμένο πρόγραμμα και τόσο μικρό χρονικό περιθώριο -σε λίγους μήνες αρχίζει το προεκλογικό έτος- τα μέλη του Κογκρέσου δεν πρέπει να είναι και τόσο ευχαριστημένα. Από τεχνική άποψη, τα νομοσχέδια για τις δαπάνες πρέπει να υπογραφούν από τον πρόεδρο Κλίντον μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, αλλά στην πράξη η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με υπουργικές αποφάσεις μικρής χρονικής διάρκειας, εν όσω οι πολιτικοί θα ανταλλάσσουν απόψεις, σε έντονο τις περισσότερες φορές ύφος. Αυτή η προοπτική οδηγεί πολλούς πολιτικούς στο συμπέρασμα ότι η συζήτηση για τον προϋπολογισμό ενδέχεται να συνεχιστεί έως και την άνοιξη του 2000, οπότε κάποιες πιο ευχάριστες προβλέψεις για το μέγεθος του πλεονάσματος ίσως επιλύσουν μέρος του προβλήματος. Αλλοι πάλι αναμένουν κάποιο συμβιβασμό για τις δαπάνες πολύ νωρίτερα, εκτιμώντας ότι είναι αρκετοί οι βουλευτές και των δύο κομμάτων που υποστηρίζουν την επιπλέον δαπάνη των 25 δισ. ή 35 δισ. δολαρίων που θα σήμαινε αυτός ο συμβιβασμός. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι το ποιος θα επωμισθεί την ευθύνη της μιας ή της άλλης διαδικασίας. Στα άλλα θέματα όμως, το πεδίο για έναν συμβιβσμό είναι πολύ περιορισμένο, για πολιτικούς κυρίως λόγους. Οι ρεπουμπλικανοί, που ελέγχουν το Κογκρέσο, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επιτρέψουν οποιοδήποτε συμβιβασμό για θέματα όπως τη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών, τη διαχείριση της υγειονομικής περίθαλψης ή τον έλεγχο της οπλοφορίας. Κι αυτό γιατί πρόκειται για θέματα στα οποία η μεταρρύθμιση μεταφράζεται σε εκλογική υπεροχή των δημοκρατικών και επομένως αυτά στα οποία οι ρεπουμπλικανοί θα προβάλουν τα μεγαλυτερα εμπόδια. Το αποτέλεσμα θα είναι ελάχιστο έργο. Οσο για την περικοπή της φορολογίας, τα πράγματα είναι ακόμη πιο περιπεπλεγμένα. Οταν το νομοσχέδιο που έχει υποβληθεί και το οποίο διατυπώθηκε περισσότερο για να εξυπηρετήσει τις δημόσιες σχέσεις των πολιτικών φτάσει στα χέρια του προέδρου Κλίντον είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα απορριφθεί - ο πρόεδρος θα ασκήσει βέτο. Επομένως, οι ρεπουμπλικανοί πρέπει να αποφασίσουν κατά πόσον είναι περισσότερο οφέλιμο, από εκλογική άποψη, να συνεχίσουν την καταδικασμένη σταυροφορία τους, όσον αφορά την προώθηση του νομοσχεδίου, ή αν θα ήταν προς το συμφέρον τους να προσανατολιστούν σε περισσότερο προσγειωμένη μείωση της φορολογίας, ώστε να προωθηθεί το νομοσχέδιο. Η απόφαση φαινομενικά είναι εύκολη. Οι ρεπουμπλικανοί, παρά τις αρκετές συγκεντρώσεις που πραγματοποίησαν στη διάρκεια της καλοκαιρινής διακοπής των εργασιών του Κογκρέσου, απέτυχαν να πείσουν τους Αμερικανούς για τις προτάσεις τους όσον αφορά τις περικοπές της φορολογίας. Η σκληροπυρηνική πλευρά του κόμματος υποστηρίζει ότι οι ρεπουμπλικανοί πρέπει να παραμείνουν ακλόνητοι στις θέσεις τους, οι οποίες εναρμονίζονται με τις αρχές του κόμματος και ενδέχεται να αποβούν οφέλιμες στην προεκλογική εκστρατεία του 2000. Υπάρχουν όμως και οι μετριοπαθείς φωνές, ανάμεσά τους και ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Ντένις Χάστερτ, οι οποίοι τίθενται υπέρ του συμβιβασμού με τον πρόεδρο Κλίντον. Μέλημά τους είναι να μην κατηγορηθούν ότι το υπό την κυριαρχία τους Κογκρέσο δεν παράγει έργο. Αν οι ρεπουπλικανοί δεν καταφέρουν να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι έχουν επιτύχει οτιδήποτε σ' αυτό το υπερφορτωμένο πρόγραμμα του Κογκρέσου, θα τιμωρηθούν από τους ψηφοφόρους. Μέχρι στιγμής, πάντως, είναι άγνωστο πια από τις δύο στρατηγικές θα επικρατήσει. Η ίδια σύγχυση επικρατεί και στο στρατόπεδο των δημοκρατικών. Για τον πρόεδρο Κλίντον, ίσως είνα