Επιστροφή στη ζωή
|
Είναι φυσικό να αποτελεί το βασικό θέμα των δελτίων ειδήσεων το πρόβλημα των σεισμών, είναι επίσης φυσικό να θέλει ο κόσμος να ενημερωθεί, να ενδιαφέρεται για κάθε στοιχείο, για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να του προσφέρει μια σιγουριά για το τι πρόκειται να γίνει, αλλά είναι εξ ίσου φυσικό υπό τις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο να μην μπορεί να γίνει. Τόσο γιατί οι επιστημονικές δυνατότητες δεν φτάνουν ώς την ακριβή πρόβλεψη των σεισμών, όσο και γιατί είναι αδύνατον να πάρει την ευθύνη επιστήμονας ή η κυβέρνηση να δημοσιοποιήσουν στοιχεία που μόνον άνθρωποι με ειδικές γνώσεις μπορούν να αξιοποιήσουν. Είναι προφανές ότι η πρόβλεψη των σεισμών δεν είναι κάτι σαν την αστρολογία, όπου λένε αν είναι ανάδρομοι οι πλανήτες τάδε μείνετε στο σπίτι και μη δείτε άνθρωπο, οπότε να μας πούνε αν κουνιέται τόσο το υπέδαφος σήμερα τότε όλοι έξω από τα σπίτια αύριο.
Εφόσον αυτό δεν μπορεί να γίνει, μου φαίνεται πως όλες αυτές οι συνεντεύξεις σε δελτία ειδήσεων με σεισμολόγους, του οποίους ρωτούν διαρκώς τα ίδια πράγματα για να πάρουν τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις διατηρούν το κλίμα της έντασης και της ανασφάλειας. Είναι φυσικό ο θεατής, τρομοκρατημένος και βομβαρδισμένος από πλήθος πληροφοριών τις οποίες δεν μπορεί να αξιολογήσει να προσπαθεί να «διαβάσει» πίσω από τις καθησυχαστικές απαντήσεις των σεισμολόγων και όσο αυτό δεν το κατορθώνει τόσο περισσότερο καθηλώνεται από την αναμονή και την αίσθηση πως κάτι συμβαίνει που δεν του το λένε.
Και σαν να μην φτάνει αυτό, έχουμε και τα πλάνα από τους τόπους των ερειπίων, το φακό να μετράει τις θρυμματισμένες τσιμεντόπλακες από την Αθήνα στην πέραν του Αιγαίου πλευρά και να καταγράφει διαρκώς τον πανικό και την απόγνωση. Κι όμως δεν είναι η κατανάλωση του τρόμου που χρειαζόμαστε, αλλά έναν τρόπο να εντάξουμε την σεισμική δραστηριότητα, που έτσι κι αλλιώς παρουσιάζουν οι χώρες μας, στην κανονικότητα της ζωής μας.
Αυτό που συνήθως συμβαίνει με τις υπερβολές της τηλεόρασης είναι να διογκώνεται τις πρώτες ημέρες μιας κρίσης το γεγονός και μετά μόλις όλα περάσουν και επέλθει ο κορεσμός να αδιαφορούμε σαν να μην έγινε τίποτε, σαν να ήταν ένα κακό όνειρο που πέρασε. Κι όμως, όλες οι κρίσεις του τελευταίου καιρού δείχνουν πως τίποτε δεν είναι όνειρο και πως όλες έχουν μία τουλάχιστον κοινή βάση και εκεί πρέπει να συγκεντρωθεί η προσοχή μας: την έλλειψη ωριμότητας του πολίτη -και μέρους του πολιτικού κόσμου φυσικά, καθώς τα δυό συνδέονται- να σχεδιάζει το μέλλον με διορατικότητα και σύνεση, να αντιμετωπίζει τις ευθύνες του και να μην υποκύπτει στην πρόσκαιρη ευκολία, την ευκαιριακή τακτοποίηση, το αποσπασματικό βόλεμα.
Η κατανάλωση όμως αυτών των τεράστιων δόσεων τρόμου, που μοιάζουν σχεδόν ασήκ |