Ο Κύριος Ε.
|
Με τις ώρες και με τις μέρες καρφωμένος στην τηλεόραση, ο Κύριος Ε. Εβλεπε κι έκλαιγε. Και συμπονούσε. Συντετριμμένος κι αυτός, όπως τα σπίτια της εικόνας. Και ξενυχτούσε να δει αν θα τα καταφέρουν οι πυροσβέστες να σώσουν τους εγκλωβισμένους. Και ξέσπαγε σε χειροκροτήματα· χαράματα ήταν, αλλά κανείς δεν θα τον παρεξηγούσε, κανείς δεν θα του έβαζε τις φωνές. Ανοιχτές οι καρδιές, ανοιχτές κι οι πόρτες. Πόνεσε όσο είχε να πονέσει ο Κύριος Ε., συμπάθησε όσο είχε να συμπαθήσει, άνθρωπος ήταν, καταπονήθηκε, κοιμήθηκε κάποια στιγμή τον ύπνο τον βαθύ του δικαίου. Κι όταν γύρισε στον κόσμο, ξαναφόρεσε τον εαυτό του, τον συνήθη εαυτό του.
Το 'φερε από δω, το 'φερε από κει, είπε πώς ό,τι ήταν να κάνει το 'κανε, πήρε λοιπόν τους δρόμους και βγήκε στο Μενίδι και στα Λιόσια. Είδε ανθρώπους στην ουρά, να φωνάζουν, να εκλιπαρούν, να απαιτούν, μυρίστηκε την ευκαιρία. Με το ύφος της πιο βαθιάς συμπόνιας κρεμασμένο πάνω του άρχισε να ξεμοναχιάζει όσους έκρινε πιο αλαφιασμένους. «Ακου αδερφέ, εγώ για το καλό σου νοιάζομαι, γιατί σε βλέπω πολύ στριμωγμένο. Από το κράτος, το ξέρεις δα, ούτε πολλά έχεις να περιμένεις ούτε γρήγορα. Θα σου δώσω λοιπόν εγώ τώρα αμέσως εκατόν πενήντα χιλιάρικα, κι εσύ θα μου δώσεις το χαρτάκι της επιδότησης. Κι όταν βγουν τα διακόσια, τα παίρνω κι είμαστε πάτσι». Στις πρώτες δοκιμές του δυσκολεύτηκε, αλλά όσο έσφιγγε η απελπισία τις ψυχές τόσο ευκολότερα έβρισκε πελατεία το κόλπο του. Αλλωστε ο άνθρωπος από συμπόνια το 'κανε κι από καλοσύνη. Κι επειδή ήθελε να συνεχίσει μια μεγάλη παράδοση. Ο καλός του ο πατέρας, Θεός σχωρέσ' τον, στην ίδια τέχνη είχε ασκηθεί: Ενα κιλό λάδι έδινε κι έπαιρνε χρυσαφικά και οικόπεδα ή τρυγούσε κοριτσόπουλα· κι άταν τελείωσαν αυτά κι έγινε στυλοβάτης της πατρίδας, έβγαζε και λόγους για την Αντίσταση, κάποια στιγμή μάλιστα πολιτεύτηκε, αλλά δεν παρασυγκινήθηκε, βρήκε άλλους να τους κάνει βουλευτές κι ο ίδιος γύρισε στο εμπόριο.
Εκείνος λοιπόν ο Κύριος Ε. γέννησε τον δικό μας, τον τωρινό Κύριο Ε. Κι αυτός με τη σειρά του θα σπείρει και έναν και δύο Κυρίους Εψιλον, που το ένα μάτι τους θα δακρύζει, και τ' άλλο, αρπαχτικό, θα μετράει τι έχει να κερδίσει. Ποιος είναι τάχα; Πώς να τον αναγνωρίσουμε; Καθόλου δύσκολο. Εικόνα του είμαστε. Και του μοιάζουμε.
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
|