ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ (14-09-99)

Η νέα πολιτική τάξη των ΗΠΑ

Η δημιουργία μιας «νέας τάξης» ψηφοφόρων στις ΗΠΑ είναι ένα από τα θέματα που φαίνεται να απασχολεί Αμερικανούς διανοουμένους και πολιτικούς εν όψει των προεδρικών εκλογών στη χώρα του 2000. Αυτή η νέα τάξη ψηφοφόρων δεν χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά από έντονη πολιτική ρευστότητα. Ετσι, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί έχουν εξίσου αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου για να κερδίσουν ένα εκλογικό σώμα χωρίς πολιτικά ιδεολογικά ερείσματα. Αυτό είναι το πρόσωπο της «Νέας Πολιτικής» στην Αμερική, το οποίο κατά τους θιασώτες μιας συγκεκριμένης άποψης αποτελεί γέννημα της «Νέας Οικονομίας» που διέπει τις παραγωγικές σχέσεις στη χώρα. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας, λοιπόν, σχετίζουν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2000 με τις εκλογές του 1896. Τότε, πρόεδρος των ΗΠΑ είχε αναδειχθεί ο κυβερνήτης του Οχάιο, Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ. Ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης ήταν ο μόνος που είχε καταφέρει να τιθασεύσει αποτελεσματικά την εκλογική δύναμη της τότε αναδυόμενης βιομηχανικής οικονομίας της Αμερικής. Η ρεπουμπλικανική ηγεμονία είχε τότε διαρκέσει μέχρι την οικονομική κρίση του 1930. Στη συνέχεια, τα νέα οικονομικά δεδομένα «προσέδωσαν» για τις επόμενες τρεις δεκαετίες την πολιτική επικυριαρχία στους Δημοκρατικούς. Η «Νέα Οικονομία» της Αμερικής στα πρόθυρα του 21ου αι. εκφράζεται με σαρωτικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας, με νέες πολιτισμικές συμπεριφορές και τρόπους ζωής που δημιουργούν νέες ευκαιρίες και νέα προβλήματα. Υπό αυτό το πρίσμα ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε οι Ρεπουμπλικανοί φαίνεται να διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Διότι, ενώ η εκρηκτική αύξηση των μικρών επιχειρήσεων στηρίζει τα επιχειρήματα των Ρεπουμπλικανών υπέρ της εξάλειψης των ρυθμιστικών περιορισμών στην οικονομία, η ταυτόχρονη μεγέθυνση του αριθμού των δήθεν αυτο-απασχολουμένων εντείνει το αίτημα για πρωτοβουλίες από τους Δημοκρατικούς που θα έχουν ως στόχο την επέκταση του συστήματος υγείας και των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Την ίδια στιγμή, ενώ η αύξηση των εμπλεκομένων στο χρηματιστήριο στρέφει ευμενώς το βλέμμα στις προτάσεις των Ρεπουμπλικανών για συρρίκνωση των φόρων υπεραξίας κεφαλαίου, η ταυτόχρονη αύξηση του πλουτισμού έχει ενισχύσει το ενδιαφέρον των ευημερούντων για τις προτάσεις των Δημοκρατικών που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Συγχρόνως, η έλλειψη πολιτικής σκέψης στη νέα γενιά -που ενδιαφέρεται και γνωρίζει περισσότερα για το δείκτη Dow Jones, παρά για θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα ή η εξωτερική πολιτική- καθιστά πλέον δύσκολο για τα δύο μεγάλα κόμματα να διαθέτουν πιστούς ψηφοφόρους ή να εξοντώνουν ελκυστικούς «παρείσακτους» - όπως ο πρώην παλαιστής και νυν κυβερνήτης της Μινεσότα, Τζέσε Βεντούρα. Τόσο ο Δημοκρατικός Γκορ όσο και ο Ρεπουμπλικανός Μπους στρέφονται κατά του προστατευτισμού και υπέρ του ελεύθερου εμπορίου. Και οι δύο εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους σε μη κυβερνητικές οργανώσεις που θα παράγουν κοινωνικό έργο, αντικαθιστώντας το κράτος -στροφή που σημαίνει την κατάργηση ουσιαστικά του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Με αυτό τον τρόπο, οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να καταλύσουν την εικόνα του κόμματος του «υπερβολικού» κράτους και οι Ρεπουμπλικανοί να αντικρούσουν την εικόνα του κόμματος του σκληρού φιλελευθερισμού. Οι Ρεπουμπλικανοί χρησιμοποιούν κοινωνικά θέματα για να κερδίσουν την υποστήριξη των συντηρητικών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και οι Δημοκρατικοί υιοθετώντας φιλελεύθερες θέσεις σε κοινωνικά θέματα, όπως οι αμβλώσεις, ο έλεγχος των όπλων και το περιβάλλον, στρέφονται στους σαραντάρηδες της άνω μεσαίας τάξης. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, τόσο το 1992 όσο και το 1996 ο Μπιλ Κλίντον κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με τη στήριξη της πλειοψηφίας των αποφοίτων πανεπιστημίων. Ο αντίπαλός του, Ρεπουμπλικανός Μπομπ Ντόουλ, είχε μεγαλύτερη απήχηση στους ψηφοφόρους με 50.000 δολάρια μέσο εισόδημα. Ομως, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι λογιστές και οι καθηγητές -που τα τελευταία 30 χρόνια προτιμούν σταθερά τους Δημοκρατικούς- προσέρχονται στις κάλπες σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά από άλλες κοινωνικο-οικονομικές κατηγορίες. Οι μισθωτοί μάνατζερ εταιρειών και οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων παραμένουν αφοσιωμένοι στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Γι' αυτό οι Ρεπουμπλικανοί αναθαρρεύουν εν όψει των εκλογών από τον διογκούμενο αριθμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων, σε μια εποχή που οι τεχνολογικές καινοτομίες αυξάνουν τις πιθανότητες για ίδρυση επιχειρήσεων κάθε τύπου. Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των φορολογουμένων που δηλώνουν εισόδημα από επιχειρήσεις έχει τριπλασιασθεί από τη δεκαετία του 1970, φθάνοντας πλέον στα 23 εκατομμύρια. Σήμερα, η κριτική του κ. Μπους προς τον κ. Γκορ αφορά κυρίως στις δυνατότητες επιλογών, εργασιακής ευελιξίας και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που παρουσιάζονται μέσω της «Νέας Οικονομίας». Σε μια εποχή που οι διαφημίσεις για χρηματιστηριακές εταιρείες μέσω Ιντερνετ προτείνουν στους νέους της Αμερικής «να δώσουν στον εαυτό τους μια ώθηση» αντί να εξαρτώνται από κάποιο αφεντικό, ο κ. Μπους αγγίζει το πάλαι ποτέ θέμα ταμπού της κοινωνικής ασφάλειας. Επιδοκιμάζοντας τη στροφή προς τους ιδιωτικούς λογαριασμούς κοινωνικής ασφάλισης, χρησιμοποιεί «την άνοδο του εργατικού καπιταλισμού» -ορισμό που καθιερώθηκε από το Ινστιτούτο Cato- για να προστατευθεί από τις δημόσιες επιθέσεις των Δημοκρατικών ότι δεν ενδιαφέρεται για τον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας. Την ίδια στιγμή, οι Δημοκρατικοί επενδύουν στους εργαζόμενους της «Νέας Οικονομίας» που αδημονούν για κυβερνητική δραστηριοποίηση. Είναι οι περισσότεροι από 20 εκατ. Αμερικανοί που εργάζονται εποχικά ή ήμιαπασχολούνται, που εργάζονται ως ανεξάρτητοι συνεργάτες με δελτίο παροχής υπηρεσιών, χωρίς τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα των μισθωτών. Οι Δημοκρατικοί, λοιπόν, προτείνουν επέκταση του κύκλου των καλυπτόμενων από κοινωνική ασφάλιση υγείας, ενίσχυση των συντάξεων και εκπαιδευτικά προγράμματα «διαρκούς μάθησης». Οι Ρεπουμπλικανοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται γι' αυτούς τους ανθρώπους. Ακόμη και αν ο κ. Μπους προσπαθεί να παρουσιάσει ένα μετριοπαθές πρόσωπο στα κοινωνικά θέματα, πιθανότατα θα πληρώσει το τίμημα της απόρριψης μιας ισχυρής παρουσίας του ομοσπονδιακού κράτους στην κοινωνική πολιτική.

Ο Αντώνης Καρκαγιάννης τελεί εν αδεία