ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ (02-09-99)

Χουλιγκανισμοί...

Η συζήτηση για την εξωτερική μας πολιτική διεξάγεται με όρους ποδοσφαιρικούς, σχεδόν χουλιγκανικούς, ακατανόητους εκτός γηπέδου και κερκίδος. Οπως ακριβώς συμβαίνει με τις ποδοσφαιρικές ομάδες, υπήρξαν κατά καιρούς θύτες και θύματα αυτού του διπλωματικού (αν μου επιτρέπεται) χουλιγκανισμού. Ο αψίκορος κ. Θ. Πάγκαλος, π.χ., σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις αντιμετώπισε την κατηγορία του «γραικύλου» (οπωσδήποτε) και του ανιστόρητου (κατά τεκμήριο). Αυτό ουδόλως τον εμπόδισε να κάνει χρήση των ίδιων ακριβώς κατηγοριών εναντίον άλλων, αφήνοντας μάλιστα σε μας την ευθύνη και την υποχρέωση να τους μαντεύσουμε. Σε μια μάλιστα περίπτωση απάντησε τότε στους κατηγόρους του με... αβρότητα καραγωγέως και ασφαλώς θα εκπλήσσεται και ο ίδιος τώρα, γιατί δεν βρέθηκε κάποιος να του την ανταποδώσει. Αλλά τα πράγματα φαίνεται να είναι πολύ σοβαρότερα: Ο χουλιγκανισμός στα γήπεδα προκαλεί βέβαια ζημιές, αλλά περιορισμένες και επανορθώσιμες. Λέγεται και γράφεται ότι ο κ. Θ. Πάγκαλος αναζητεί και αυτός το «εσωτερικό» του ακροατήριο και μάλιστα το εσώτερο του εσωτερικού, τη μερίδα εκείνη του ΠΑΣΟΚ που αρέσκεται να αυτοαποκαλείται «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ», προς διάκριση από εμάς τους υπόλοιπους, που ως γνωστό είμαστε λιγότερο πατριώτες ή και προδότες! Πιθανόν ο κ. Θ. Πάγκαλος, οξυδερκής καθώς είναι, να περιμένει εξελίξεις στο κόμμα του, στις οποίες έχει τη φιλοδοξία (νόμιμη και συμπαθητική κατά τ' άλλα) να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές. Ισως πάλι να θέλει να χειραφετηθεί από την ιδεολογική κηδεμονία του κ. Κ. Σημίτη, με τον οποίο επί χρόνια συνέπλευσε και κάνει τώρα ό,τι συνήθως κάνουν όλα τα παιδιά, μολις μάθουν να προφέρουν τις πρώτες λέξεις: βρίζουν και έτσι αποκτούν... οντότητα.

Βέβαια, το πρόβλημα της εσωστρεφούς εξωτερικής μας πολιτικής δεν εξαντλείται στο παράδειγμα και στην περίπτωση του κ. Θ. Πάγκαλου. Σχεδόν από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, η εξωτερική μας πολιτική ασκείται και ταλαντεύεται μεταξύ εθνοκαπηλείας και εθνικής μειοδοσίας! Με τους όρους αυτούς και τι δεν έχουμε δει και υποστεί: Ο καθένας (παπάδες και ακραία στοιχεία) επικαλείται τα πατριωτικά του αισθήματα (τη γνησιότητα των οποίων κανείς δεν σκέφθηκε να αμφισβητήσει) για να... ασκήσει εξωτερική πολιτική και να οδηγήσει σε περιπέτειες τη χώρα. Μέχρι που φτάσαμε στην τραγική για τη χώρα περίπτωση του τραμπούκου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, που έφερε τη χώρα σε απόγνωση. Στη δεκαετία του '50 και του '60, όταν η θέση μας στην Κύπρο ήταν πολύ ισχυρότερη από τη σημερινή, πολλοί σκέφτονταν και έκριναν ότι η λύση μόνο συμβιβαστική μπορούσε να είναι και μάλιστα υπέρ ημών. Κανείς όμως δεν τολμούσε να το πει και να το υποστηρίξει, από φόβο μήπως κατηγορηθεί για εθνική μειοδοσία. Ούτε σήμερα τολμούμε να το πούμε. Κάπως έτσι χάσαμε τη μισή Κύπρο. Το ίδιο συνέβη και αργότερα με το Σκοπιανό, όταν ο κ. Αντώνης Σαμαράς έθεσε αμετάθετα όρια στον... πατριωτισμό μας, τα οποία ουδείς τόλμησε να υπερβεί. Σήμερα όλοι, π.χ. ο πρόεδρος Κλίντον, αποκαλούν το κράτος των Σκοπίων «Μακεδονία» και ούτε να διαμαρτυρηθούμε δεν μπορούμε γιατί κανείς δεν θα μας καταλάβει.

Σήμερα, το διάτρητο και φθαρμένο από τη χρήση ή την αχρησία veto, μας το προβάλλουν ως το νέο... ακρότατο όριο του πατριωτισμού μας, αποκαλώντας γραικύλους και ανιστόρητους όλους εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη ή έστω ρωτούν με σκεπτικισμό: Πώς και σε τι βοήθησε την άμυνά μας έναντι της Τουρκίας η άσκηση του veto; Αυτή την απάντηση μας την χρωστούν και πρέπει να είναι σαφής και τεκμηριωμένη. Αλλοι μας λένε ότι το veto είναι «μεγάλης σημασίας» συμβολικός αντικατοπτρισμός της ανύπαρκτης πλέον πραγματικότητάς του. Και εμείς αναγκαστικά θα σκεφθούμε ότι κάπως έτσι αρχίζουν οι ψυχικές εμπλοκές και αγκυλώσεις...

Του ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗ