ΣΧΟΛΙΟ Του ΚΩΣΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ (28-07-99)

Τα όρια του διαλόγου

Ο διάλογος σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων των υπουργείων Εξωτερικών που άρχισε τη Δευτέρα στην Αγκυρα και θα ολοκληρώσει, την πρώτη φάση του, την Παρασκευή στην Αθήνα είναι χρήσιμος, ενδέχεται να αποδειχθεί παραγωγικός και να καταλήξει σε κάποιες συγκεκριμένες διμερείς συμφωνίες, κυρίως όμως δεν συνιστά καινοτομία, ώστε να διαταράξει τον ψυχισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Συμφωνία για τα θέματα τουριστικής συνεργασίας είχε υπογραφεί το 1979, επί κυβερνήσεως της Ν.Δ., και δεν εφαρμόσθηκε για λόγους που ευρύτερα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «πολιτικοί». Συνομιλίες για την υπογραφή συμφωνίας προστασίας των επενδύσεων είχαν διεξαχθεί επί κυβερνήσεων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, αντιστοίχως το 1979 και το 1994, ενώ διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμφωνίας αποφυγής διπλής φορολογίας είχαν διεξαχθεί επί Ν.Δ. το 1989 και επί ΠΑΣΟΚ το 1994. Εν ολίγοις, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας της μεταπολιτευτικής περιόδου, σε διάφορες χρονικές στιγμές -αυτοβούλως ή προκειμένου να αμβλύνουν τις πιέσεις σύμμαχων κρατών- αναζήτησαν τρόπους αποδαιμονοποιήσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διά της προωθήσεως διμερών συμφωνιών που θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε μία προσέγγιση επί θεμάτων ήσσονος σημασίας ή εν πάση περιπτώσει μειωμένης εντάσεως. Θα ήταν ευτύχημα εάν οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών μπορούσαν να αναπτυχθούν σε τέτοιο σημείο ώστε να καταστήσουν παράλογη την ενασχόληση των Αθηνών και της Αγκύρας με τα ουσιώδη ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες. Μια τέτοια προοπτική όμως δεν είναι ορατή στο προβλεπτό μέλλον. Κατά συνέπειαν, ακόμη και μία επιτυχής κατάληξη του διαλόγου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρόκριμα για μία ριζική αλλαγή του κλίματος που επικρατεί στις σχέσεις των δύο χωρών. Ο διάλογος στο επίπεδο των εμπειρογνωμόνων μεταθέτει απλώς για ένα περιορισμένο διάστημα το επίκεντρο της προσοχής στο εσωτερικό των δύο χωρών, αλλά και διεθνώς, από το επίπεδο της αντιπαραθέσεως στην προοπτική μιας δυνητικής συνεργασίας. Είναι μία άσκηση διπλωματική περιορισμένων ορίων, που δεν επηρέασε -όπως ήταν φυσικό- τη βάση της υφισταμένης αντιπαλότητος, και θα ήταν ένδειξη πολιτικής ανωριμότητος εάν ανέμενε κανείς λύση του πολιτικού προβλήματος σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων.