ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ (28-07-99)

Περί «διαλόγου»

Οπως ξέρετε, κανένας δεν αρνείται το διάλογο για οποιοδήποτε θέμα, αρκεί ο συνομιλητής να δηλώσει εκ των προτέρων... ότι θα συμφωνήσει απολύτως μαζί του! Αυτή τη μορφή του «δημοκρατικού» διαλόγου φαίνεται ότι έχουν κατά νου και τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης, τα οποία επιμόνως και επιδεικτικά αναζητούν από την εκάστοτε κυβέρνηση διάλογο επί παντός θέματος κυβερνητικής ευθύνης, από του πλέον σημαντικού έως του πλέον ασημάντου και τετριμμένου. Το ίδιο προφανώς έχουν κατά νου τα συνδικάτα ή άλλοι «ενδιαφερόμενοι» φορείς που και αυτοί πιπιλίζουν την καραμέλα του «διαλόγου», για κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία που θίγει ή νομίζουν ότι θίγει τα συμφέροντά τους. Διαφορετικά, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε, πώς τόσες απόπειρες «δημοκρατικού διαλόγου» δεν είχαν κανένα απολύτως αποτέλεσμα και κατέληξαν σε ναυάγιο. Ο κ. Αρσένης π.χ. αφιέρωσε εκατοντάδες ώρες συνδιαλεγόμενος με την ΟΛΜΕ (να μη σας πω δε οποία δοκιμασία είναι να συνδιαλέγεσαι με συντεχνιακούς συνδικαλιστές) χωρίς κανένα αποτέλεσμα, επειδή έκανε το λάθος και δεν εδήλωσε εκ των προτέρων ότι... αποδέχεται πλήρως τις απόψεις τους! Το παράδοξο όμως δεν είναι να καταλήξει ο «διάλογος» σε αποτυχία και ναυάγιο. Το παράδοξο είναι ότι και μετά την αποτυχία, εξακολουθούν όλοι να αναζητούν την επανάληψη του «δημοκρατικού διαλόγου», βέβαιοι όντες ότι και πάλι θα καταλήξει σε αποτυχία! Το αίτημα του «διαλόγου», βλέπετε, έχει προ πολλού ενταχθεί στις «επικοινωνιακές στρατηγικές» κομμάτων, συνδικάτων και συντεχνιών και ουδείς ενδιαφέρεται αν θα διεξαχθεί και αν θα έχει αποτέλεσμα. Ετσι ο «δημοκρατικός διάλογος» παρέχει σε κάθε πλευρά την ευκαιρία να επιρρίψει στην άλλη την ευθύνη της αποτυχίας, να δημοκοπήσει και να ψηφοθηρήσει... ανάλογα με την «επικοινωνιακή στρατηγική». Με δύο λόγια: Η αποτυχία και το ναυάγιο του «δημοκρατικού διαλόγου» είναι το ζητούμενο της κάθε πλευράς!

Και για άλλους λόγους όμως πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτού του τύπου ο «διάλογος» είναι πράγματι διάλογος και αν είναι δημοκρατικός. Το πολίτευμά μας αναθέτει στην εκάστοτε πλειοψηφία την ευθύνη της διακυβέρνησης και στην αντιπολίτευση την ευθύνη του ελέγχου και της κριτικής. Ως μοναδικό δε χώρο διαλόγου και άσκησης των δύο αυτών μορφών ευθύνης αναγνωρίζει και επιβάλλει την αίθουσα του Κοινοβουλίου. Με μεγάλη σαφήνεια ορίζεται ο ρόλος της κάθε πλευράς και η συνθήκη του διαλόγου. Η ευθύνη των κυβερνητικών αποφάσεων και η ευθύνη του ελέγχου και της κριτικής ούτε μετατίθενται, ούτε ανταλλάσσονται, ούτε διαχέονται και η δημαγωγία αρχίζει από τη στιγμή που είτε η κυβέρνηση είτε η αντιπολίτευση θα θελήσουν να μεταθέσουν τη δική τους ευθύνη, επικαλούμενες πάσης φύσεως, εκτός Κοινοβουλίου, αντιδράσεις. Αν έτσι έχουν τα πράγματα με ποιο δικαίωμα αντικαθιστούμε τον εθνικό και δημόσιο διάλογο του Κοινοβουλίου με διάλογο κλειστών γραφείων και πολύ περισσότερο με διάλογο Ιδιαιτέρων ομάδων με ιδιαίτερα συμφέροντα. Και αν τα κόμματα δεν κατορθώνουν (ούτε είναι υποχρεωμένα) να καταλήξουν σε μια συναντίληψη στο ανοιχτό Κοινοβούλιο, γιατί θα το επιτύχουν όταν μεμονωμένως καλούνται στο κλειστό γραφείο του πρωθυπουργού, όπου κανείς δεν τους βλέπει και κανείς δεν τους ακούει; Και με ποια λογική η κατόπιν «διαλόγου» συμφωνία-συναλλαγή με μια ιδιαίτερη ομάδα ενδιαφερομένων, π.χ. αγροτών ή εκπαιδευτικών, σημαίνει οπωσδήποτε κοινωνική συναίνεση;

Τα γράφω όλα αυτά εξ αφορμής του «διαλόγου» κυβερνήσεως και κομμάτων για τα θέματα της μετανάστευσης και της εγκληματικότητας (αφήνω κατά μέρος αυτή τη ρατσιστική σύζευξη). Κατέληξε σε ναυάγιο γιατί όλοι το ναυάγιο επιζητούσαν, για να τους δοθεί η ευκαιρία να δημοκοπήσουν. Και εμείς, οι πολίτες απορούμε γιατί κανένας πολιτικός δεν βρέθηκε να απαντήσει στον κ. Χριστόδουλο που από άμβωνος τους κατηγορεί καθημερινώς ως αναξιόπιστους και «ξύλινους». Πώς να απαντήσουν...

Του ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗ