Κάποτε, μια νήσος...
|
Εν τέταρτον του αιώνος μετά την εισβολή, ο στρατ(τιλ)άρχης Μπουλέντ Ετσεβίτ, φορτωμένος με τις νέες δάφνες που κέρδισε αφ' ενός συμπολεμώντας με τους υπόλοιπους «προοδευτικούς» προς υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κοσσυφοπέδιο, αφ' ετέρου οδηγώντας στο θάνατο τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν (ο οποίος, σαν Κούρδος, είναι πασίδηλο ότι δεν έχει μοίρα στα ανθρώπινα δικαιώματα), καταπλέει στα κατεχόμενα της Κύπρου για την ετήσια αποθέωσή του. Είναι πιθανό να θελήσει να ανεφοδιάσει τον κυνισμό του αναζητώντας τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές εφημερίδες του Ιουλίου του 1974. Θα διαβάσει εκεί τους δριμύτατους χαρακτηρισμούς της στρατιωτικής του επιδρομής («the barbarians!» ο ηπιότερος εξ αυτών), θα θυμηθεί και πόσα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών συμπεριλαμβάνονται πλέον στους υπόλοιπους αγνοούμενους της Κύπρου και θα ενθουσιαστεί διαπιστώνοντας άλλη μία φορά πόσο βραχεία είναι η μνήμη των ανθρώπων, πόσο βραχύτατη η ευαισθησία τους. Ικανοποιημένος, θα προβεί στην εθιμοτυπική του δήλωση, ότι «δεν υπάρχει πια κυπριακό πρόβλημα», και θα αναμένει τις επίσης εθιμοτυπικές αντιδράσεις της άλλης πλευράς, της ηττημένης πλευράς.
Ενώ λοιπόν η ελληνοκυπριακή πλευρά, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι η στρατιωτική ήττα της έγινε και πολιτική, εξακολουθεί να αμύνεται αμήχανα πίσω από λέξεις-ξόρκια του είδους «ψευδοκράτος» και «ψευδοκυβέρνηση», για τον Τούρκο πρωθυπουργό, αλλά και για τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, το ίδιο το Κυπριακό είναι ένα ψευδοπρόβλημα, ή, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να τεθεί με τους όρους που ετίθετο προ εικοσιπενταετίας, ή και προ δεκαετίας· τώρα η πράσινη γραμμή είναι σύνορο αδιάβατο, κι όχι περιστασιακός δείκτης. Ισως επειδή, σύμφωνα με τον πικρό λόγο παθιασμένων Κυπρίων και όχι αδιαφορούντων «καλαμαράδων», το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχει Κυπριακό αλλά ότι «δεν υπάρχει πια η Κύπρος». Εξουθενωμένη από τη διεθνή ανεντιμότητα, καταπονημένη από την αδελφή υποκρισία που άλλοτε συμπαραστεκόταν και άλλοτε συμπαρατασσόταν, είδε να μένει άφωνο, να μην ακούγεται ούτε το αρχικό αίμα ούτε το αίμα του Ισαάκ και του Σολωμού· και πιθανότατα ο δικός τους θάνατος, η δολοφονία τους, στάθηκε το ορόσημο όχι της ανάτασης και της εξόδου από τη λεγόμενη «κυπριοποίηση» του βίου αλλά -αλγεινό παράδοξο- της υποχώρησης, της παραίτησης, της «ρεαλιστικής» συμφιλίωσης με την πραγματικότητα, την οποία, άλλωστε, διδάσκει ανέκαθεν η κυπριακή ηγεσία, λόγω και έργω.
Κι άλλωστε, αν κάτι προκαλεί, δεν είναι οι συνήθεις δηλώσεις οποιουδήποτε Ετσεβίτ. Είναι η είδηση ότι οι πολίτες της Κύπρου ποντάρουν ετησίως στον ποικίλο τζόγο (ακόμη και στην «τόμπολα», πλάι στην πράσινη γραμμή) ποσά που υπερβαίνουν κατά πολύ το ήμισυ του προϋπολογισμού του υπουργείου Αμύνης.
|
| |