ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ (29-06-99)

Η εποχή της οργής

Ξυλοδαρμοί, φονικά, κλοπές, απίστευτα εγκλήματα ένας κόσμος εξαγριωμένος και φοβισμένος, ένα Σαββατοκύριακο σκοτεινό και δυσοίωνο μακριά από τη χαρά του καλοκαιριού. Κάποτε αυτές οι μέρες αφιερώνονταν στην προετοιμασία των διακοπών, γίνονταν τα πρώτα ταξίδια, έβγαιναν τα τραπεζάκια στα μπαλκόνια, τα παιδιά στους δρόμους, άλλαζαν όψη οι τόποι, γίνονταν φιλικοί, ανθρώπινοι, γέμιζαν ανάσες. Κλειδωμένες από νωρίς πλέον οι μπαλκονόπορτες, μόλις που ακούγονται από μέσα οι φωνές των παρουσιαστών των δελτίων ειδήσεων που μιλούν για νέες επιθέσεις κακοποιών, για κηνυγητά παρανόμων στους δρόμους της πόλης, για στέκια ναρκομανών στις ελάχιστες γωνιές που το πράσινο σκιάζει το δυνατό φως. Λένε πως το κακό φωλιάζει στις ερημιές, στους χώρους που ο άνθρωπος αφήνει κενούς, πως όπου υπάρχει ζωή, δημιουργία, σχεδιασμός δεν βρίσκουν χώρο να σταθούν οι εγκληματίες. Βλέπουμε, λοιπόν, να επαναλαμβάνεται και πάλι η τηλεοπτική υπερπαραγωγή, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «η εποχή της οργής», καθώς προβάλλεται συνήθως τα καλοκαίρια. Η κεντρική της ιδέα είναι το πόσο μόνοι, έρημοι και απροστάτευτοι είμαστε απέναντι στην κρατική εξουσία, απέναντι στον... απέναντι, στον Αλλον, στον Αντίπαλο συμπατριώτη ή ξένο, εξαρτάται από την κρίση και το περιστασιακό συμφέρον. Πάντως, ο καθείς από εμάς, ανεξάρτητος απ' όλους και απ' όλα και κυρίως αναμάρτητος ως πιο αδύναμος είναι μάρτυρας, που ανεβαίνει τον Γολγοθά μιας ζωής γεμάτης φόβο και δάκρυα, καταδιωκόμενος στον ίδιο του τον τόπο. Το σενάριο και συγκινητικό είναι και την ευκαιρία δίνει, για πολύ θεαματική τηλεόραση, με ωραίους «διαλόγους» οργισμένων μέσω ηλεκτρονικών παραθύρων. Τα τελευταία μάλιστα επεισόδια, με την αυξηση της εγκληματικότητας που έχουν και τρόμο και αίμα και πάθος και αγανάκτηση έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Εχει γίνει μάλιστα ένα βήμα «πιο μπροστά» σε σχέση με τα περσινά αντίστοιχα τηλεθεάματα. Ο «ρατσισμός» δεν αποτελεί πλέον την έννοια δέος, αντιθέτως θεωρείται φραγμός για την αντιμετώπιση του θέματος εγκληματικότητα. Εχει αρχίσει η παράνοια. Και ουδείς, βέβαια, υποστηρίζει πως τα γεγονότα τα οποία παρουσιάζονται απέχουν από την αλήθεια. Χρησιμοποιούνται, όμως, για να «στηθεί» το σύνηθες και προσφιλές στο τηλεοπτικό κοινό θέαμα της μόνιμης καταδιώξης του πολίτη, που του δίνει άφεση αμαρτιών ως χρόνιο μάρτυρα. Μόνο που αυτή η αίσθηση της μόνιμης καταδιώξης, κρύβει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μια επιτήδεια μέθοδο καταδίωξης του Αλλου. Λες και «άλλοι» φταίνε που ερήμωσε η ελληνική ύπαιθρος, που απομακρύνθηκαν από τη γη τους εκείνοι που άλλοτε της έδιναν ζωή, που ζήλεψαν άλλους τόπους και άλλους τρόπους ζωής και κατέληξαν να επιδιώκουν μόνον την ένταξή τους στο πλήθος των διαρκώς ψυχαγωγούμενων, αναπτύσσοντας μια μόνιμη επιθετικότητα προς οποιονδήποτε και οτιδήποτε θεωρούν ότι τους εμποδίζει από τις απολαύσεις, σαν βρέφη που αρνούνται να μεγαλώσουν και να οργανώσουν μια ζωή με ευθύνες και υποχρεώσεις - αν και γι' αυτήν τους την συμπεριφορά δεν είναι διόλου άμοιρη ευθυνών η πολιτική εξουσία. Με αυτήν την εκρηκτική κατάσταση, που έχει πλέον λύσεις πολύπλοκες και απαιτεί προσεκτικούς και οργανωμένους χειρισμούς τόσο από την πλευρά της πολιτείας, όσο και από την πλευρά εκείνων που πλήττονται, όταν το τηλεοπτικό θέαμα μεγεθύνει διαρκώς την «ενόχληση», κάθε άλλο παρά προς την ψύχραιμη διάγνωση των αιτίων και την ορθή αντιμετώπισή τους οδηγεί. Η διαρκής «ενόχληση», διαπίστωνε ο Νίτσε στην εποχή του, υποβάλλει στο λαό την «έμμονη βούληση για δύναμη». Αυτή τη δύναμη που θέλουν να αποκτήσουν οι «απλοί πολίτες», οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, παίρνοντας τα όπλα. Εναντίον ποίου; Δυστυχώς ο «εχθρός» υποδεικνύεται μέσα από τα ρεπορτάζ, τον έκδηλο και δικαιολογημένο πανικό των πληγέντων, τις αγωνιώδεις κραυγές τους. Αλλά πότε έδωσε τη λύση το σύνθημα «στα όπλα»;

Γράφει η ΠΟΠΗ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ