ΣΧΟΛΙΟ Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (29-06-99)

Χωρίς δεύτερη ευκαιρία;

Ο στόχος είναι γνωστός, παρότι άρρητος, επιμελώς κρυμμένος από την καλλιέπεια της ρητορείας περί «ανοιχτής παιδείας»: Να χωριστούν όσο το δυνατόν νωρίτερα και βιαιότερα (ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια φρούδων ελπίδων) οι μαθητές-ερίφια από τους αμνούς. Για να επιτευχθεί αυτό, έπρεπε πρώτα να αποθηκευτούν στο υπόγειο με τα περιφρονημένα και τα άχρηστα ορισμένοι από τους κρατούντες μύθους, πρωτίστως ο μύθος για τη δωρεάν παιδεία και ο συνοδευτικός του, σύμφωνα με τον οποίο η μεταρρύθμιση απέβλεπε στην πάταξη της παραπαιδείας. Αλλά ούτε ένας γονιός, ούτε ένας καθηγητής (ούτε ένας έφηβος, αν φυσικά μας ενδιαφέρει η δική του γνώμη) δεν πιστεύει ότι οι γνώσεις που αποκτούν οι μαθητές με την καθημερινή παρακολούθηση των μαθημάτων αρκούν για να υπερβούν το ανάχωμα των εξετάσεων, και μάλιστα να το υπερβούν με την άνεση που θα τους προσφέρει όσον αέρα χρειάζονται για να έχουν βλέψεις σε κάποια θέση στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η διόγκωση των φροντιστηρίων μετά την επιβολή του απορρυθμιστικώς μεταρρυθμιστικού προγράμματος και η προσφυγή ολονέν περισσότερων μαθητών (και από ολονέν χαμηλότερη τάξη της γυμνασιακής βαθμίδας) στα λεγόμενα «ιδιαίτερα», μπορεί να μη μείωσε ούτε κατ' ελάχιστο την αλαζονεία των υπουργικών πεποιθήσεων, μείωσε όμως δραστικά το περιεχόμενο του οικογενειακού βαλαντίου. Και επειδή δεν αντέχουν όλοι οι οικογενειακοί προγραμματισμοί στα πρωτοκλασάτα φροντιστήρια και στα πάρα πολλά ιδιαίτερα· επειδή επίσης οι περισσότεροι γονείς, «πληρώνοντας» τη δική τους εκπαίδευση, δηλαδή τη δική τους μοίρα στον κόσμο, αδυνατούν να συντρέξουν ουσιωδώς τα παιδιά τους και να καλύψουν εξ ιδίων τα γνωστικά κενά που αφήνει στο νου των μαθητών η αγχωδώς ταχύτατη «κάλυψη της ύλης» στο σχολείο και η αδυναμία ορισμένων εκπαιδευτικών να υπηρετήσουν επαρκώς το ρόλο τους ή η απροθυμία άλλων να υπάρξουν και σαν δάσκαλοι, και όχι μόνο σαν δημόσιοι υπάλληλοι με αυστηρώς προσδιορισμένοο ωράριο και πάθος προσφοράς, για όλα αυτά, λοιπόν, η παραγνωρισμένη ταξικότητα της εκπαίδευσης θριαμβεύει εκ νέου. Το πιο εύκολο βέβαια -και μάλλον αυτό θα πράξουν οι ηγούμενοι του αρμοδίου υπουργείου- είναι να θεωρήσουμε ότι για την προαναγγελλόμενη μεγάλη αποτυχία των μαθητών της πρώτης και δευτέρας Λυκείου ενέχεται αποκλειστικά η εφηβική τους οκνηρία, το ξεστράτισμά τους ή η απορρόφησή τους από αλλότρια, «εξωσχολικά» ενδιαφέροντα, σάμπως να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι απαγορεύεται η ζωή επειδή τυγχάνει εξωσχολική δραστηριότης. Ο ένας στους πέντε ή έξι μαθητές της πρώτης Λυκείου απειλείται να καθηλωθεί στην ίδια τάξη, επειδή οι βλοσυροί αποφασίζοντες (που φαίνεται ότι ξέχασαν πως ένα έτος δεν ισούται με 365 μέρες, διότι ο βίος δεν υπόκειται στη αριθμητική) κατήργησαν τη δεύτερη ευκαιρία. Κατήργησαν δηλαδή τη δυνατότητα νεαρότατων ανθρώπων να ξαναδοκιμάσουν, να προσπαθήσουν να αποσβέσουν έγκαιρα μια ζημιά που πιθανόν δεν οφείλεται στην πνευματική τους αδυναμία ή αδράνεια αλλά στην ιδιότροπη φετινή χρονιά ή σε κάποιο συμβάν που κλόνισε τη ζωή τους στη διάρκεια του έτους. «Μένουν στον τόπο», λοιπόν, γράφεται ανεξίτηλα μέσα τους (σε ηλικία μάλιστα που και τα ασήμαντα βιώνονται σαν δράματα) η ήττα, για την οποία ενδέχεται να μη φταίνε, και οι ίδιοι καταγράφονται στα διά βίου ερίφια. Αυτός ο παιδαγωγικός ρόλος ταιριάζει άραγε σε ένα υπουργείο που ονομάζεται «της Παιδείας»;