ΣΚΕΨΕΙΣ (29-06-99)

Ρίζες

Τις τελευταίες μέρες οι εφημερίδες και τα κανάλια ασχολούνται με πρωτότυπα ρεπορτάζ που έμοιαζαν ξεχασμένα ή άχρηστα στην επικράτεια της παγκοσμιοποίησης: τοπικά προϊόντα, τοπικά αναψυκτικά, ελληνικές συνταγές του τελευταίου αιώνα βγαίνουν από το χρονοντούλαπο όπου τα είχε κλείσει η μανία της διεθνοποίησης, η πεποίθηση ότι με τις αγορές διεθνών προϊόντων ο Ελληνας γίνεται πολίτης του κόσμου. Η σουμάδα αποενοχοποιείται, παύει να είναι το αναψυκτικό της γιαγιάς. Το λάδι επανεφευρίσκεται. Οι φέτες ζαμπόν για τοστ ωχριούν μπροστά στο ντόπιο κατσικάκι. Γιατί όμως η επιστροφή στα ελληνικά προϊόντα διατροφής μοιάζει με σχεδόν ηττοπαθή αναδίπλωση στο γνωστό και όχι με επιλογή; Ισως επειδή η επιλογή ελληνικών προϊόντων δεν θεωτείται σικ ή ρετρό κίνηση, η πρόσταγμα μιας νέας μόδας εντοπιότητας. Είναι σχεδόν αναγκαίο κακό και καταθλίβει τους «διεθνιστές» καλοφαγάδες: Αυγοτάραχο αντί για το πατέ, πριν από το κυρίως πιάτο. Φέτα αντί για τα κίτρινα μαλακά τυριά που θεωρούνται απαραίτητα σε κάθε αξιόλογο δείπνο. Μια πρόσκαιρη αλλαγή συνηθειών που υπενθυμίζει την καταγωγή, τις ιδιαιτερότητες, ό,τι βαλθήκαμε να ξεριζώσουμε τα τελευταία χρόνια. Σαν να μη μας περνάει από το μυαλό ότι το οικουμενικό στοιχείο πατάει πάνω στις ρίζες του κάθε λαού, δεν τις αλλοιώνει. Οτι ο διεθνισμός τρέφεται από το διαφορετικό: από το βούτυρο και το λάδι και το λαρδί. Σημειώνονται ασφαλώς μικρές, διστακτικές αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες. Ο υπάλληλος που πουλάει ηλεκτρικές συσκευές δεν λέει πια, σε θαυμαστικό τόνο, ότι το προϊόν είναι «εισαγωγής» -υπονοώντας ότι το εισαγόμενο είδος διαθέτει θεϊκές ιδιότητες. Διευκρινίζει απλώς ότι εισάγεται για να δικαιολογήσει την, συνήθως υψηλή, τιμή του. Ζώντας τα τελευταία χρόνια περιτριγυρισμένοι από αγαθά διαφορετικής προέλευσης, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι η ουσία δεν αποθηκεύεται στις φαντασιακές διατυπώσεις του προϊόντος, αλλά στην αξία που έχει για μας. Στον τρόπο που συνδέεται το προϊόν με τη ζωή μας, με τις συνήθειές μας - κι αν χρειαστεί ακόμη και με την απόρριψη αυτών των συνηθειών. Εξακολουθεί πάντως να παραμένει απορίας άξιο: ό,τι δεν έκανε εκείνη η παλιομοδίτικη διαφήμιση «ο επιμένων ελληνικά» το κατάφεραν τελικά οι διοξίνες. Λες κι ο φόβος είναι ο μόνος τρόπος για να ξαναεμπιστευτούμε τον εαυτό μας.

Της ΑΜΑΝΤΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ