ΣΤΑΣΕΙΣ (10-06-99)

Αναβολικά

Στα βιβλία του δημοτικού, ο κόσμος παραμένει ασφαλισμένα στο παρελθόν του. Υπάρχουν ας πούμε κάποιες σελίδες όπου παρουσιάζονται οι καρποί και τα φρούτα ταξινομημένα ανάλογα με το μήνα που εμφανίζονται ώριμα. Πότε τα καρπούζια, πότε τα πορτοκάλια, πότε οι φράουλες. Ενα παραμύθι - έτσι το βλέπουν τα παιδιά. Γιατί διαβάζουν ότι ο καλός καιρός για το πεπόνι είναι ο Ιούλιος, το βλέπουν όμως να εκτίθεται στα οπωροπωλεία πριν από την Πρωτομαγιά. Ζηλεύουν, πείθουν τους γονιούς τους να τους το αγοράσουν, το δοκιμάζουν, ένα πλαστικό άοσμο, άχρωμο κι άνοστο, εκτός εποχής, δηλαδή εκτός φύσεως. Αλλά υπάρχουν πια εποχές; Υπάρχουν πράγματι τέσσερις εποχές; Πάει καιρός που η χημεία, η φαρμακολογία, η τεχνολογία -και μαζί τους, και σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας τους, η φθορά του περιβάλλοντος- κατέλυσαν τη διάκριση των εποχών. Το παροιμιώδες «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι» έλαβε πια επίφοβη σημασία. Μαζί με το κλίμα, και βοηθούντος του αγχώδους καταναλωτισμού μας, άλλαξαν και οι διατροφικές μας συνήθειες. Η δίαιτά μας, για να φανεί ποιοτική, απαιτεί πλέον ντοματοσαλάτα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, εξού και βλέπουμε μέσα στο καταχείμωνο «φιλολαϊκά» ρεπορτάζ στα οποία στηλιτεύεται δριμύτατα η (όποια) κυβέρνηση, επειδή λέει οι ντομάτες κοστίζουν πολύ... Ούτε και για τα ζώα ισχύουν πια οι εποχές και ο φυσικός ρυθμός: Τριών μηνών, κι έχουν ήδη γεράσει, είναι δηλαδή έτοιμα να τα καταβροχθίσουμε. Για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, για να ικανοποιηθεί ο προπάππος-κυνηγός που υποτίθεται ότι κουβαλάμε μέσα μας, τα εγκλωβισμένα «θηράματα» φτάνουν στο πιάτο μας στουμπωμένα με κάποιας λογής αναβολικά, όπως οι αθλητές, που κι αυτοί υποτίθεται ότι τρέχουν ή επιδίδονται σε άλματα αναπαριστώντας την καθημερινότητα του ίδιου προπάππου-κυνηγού. Για τους αθλητές που πεθαίνουν γέροντες στα τριάντα τους, δεν πολυσκοτιζόμαστε, με την καλή δικαιολογία πως οι ίδιοι επέλεξαν το θάνατό τους. Για τα ντοπαρισμένα ζώα, φυσικά και δεν θα χολοσκάγαμε, όσο φιλόζωοι κι αν δηλώνουμε, αν ένα τμήμα των «αναβολικών» τους δεν περνούσε στη δίαιτά μας. Τι κάνουμε, λοιπόν, εκτός από το να αναπολούμε τις αρχαίες γεύσεις της υγείας; Τίποτε. Απλώς να προσευχόμαστε να μείνει στα χωράφια της η λογοτεχνία, να μη γίνει ζωή· να μη δούμε δηλαδή τα κοτόπουλα να εξεγείρονται με φονική διάθεση κατά του ανθρώπου-τυράννου, όπως συμβαίνει σε κάποιο αστυνομικό διήγημα της Πατρίσια Χάισμιθ.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ