ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ (10-06-99)

Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός Ι

Αυτές τις μέρες, ψηφοφόροι και κόμματα ζουν με διαφορετικά συναισθήματα. Οι ψηφοφόροι εμφανίζονται σε υψηλό βαθμό αδιάφοροι ή ψυχροί. Δεν καταλαβαίνουν γιατί θα πρέπει να φανατισθούν για μια Ευρώπη που, αν εξαιρέσετε τα διάφορα «πακέτα», δεν την αντιλαμβάνονται. Και για ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που δεν ξέρουν ακριβώς τι δουλειά κάνει, αλλά ό,τι και αν κάνει είναι βέβαιοι ότι δεν είναι και πολύ σημαντικό. Αλλωστε ούτε τα κόμματα προσφέρουν στους ψηφοφόρους κάποιες ιδέες για την Ευρώπη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για τις οποίες θα είχαν λόγους να αγωνισθούν και να δώσουν μάχη στον εκλογικό στίβο. ‹Η δεν έχουν τέτοιες ιδέες και αντιλήψεις ή αυτές περιορίζονται στις δύο παραδοσιακές θέσεις: «Εξω» που την υποστηρίζει μόνο το ΚΚΕ και «μέσα» όλων των άλλων κομμάτων. Αυτήν όμως την επιλογή μεταξύ των δύο κανείς πλέον δεν τη συζητάει και δεν τον απασχολεί.

Τα δύο μεγάλα κόμματα και οι αντίστοιχοι πολυδαίδαλοι κομματικοί μηχανισμοί, στους οποίους τα τελευταία χρόνια εμπλέκονται (μέχρι συγχωνεύσεως) ποικίλες εταιρείες δημοσκοπήσεων, αγωνιούν για το ποιο από τα δύο θα έλθει... πρώτο! Σαν να επρόκειτο για αγώνα πρωταθλήματος μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού... Οι τελευταίες «κρυφές», μη δημοσιεύσιμες αλλά καταλλήλως διοχετευόμενες... υπό εχεμύθεια δημοσκοπήσεις φέρουν να προηγείται η Ν.Δ. κατά 3-4 μονάδες. Ωστόσο το αρκετά υψηλό ποσοστό «αναποφασίστων» κάνει το ΠΑΣΟΚ να ελπίζει ότι την τελευταία στιγμή θα καλύψει τη διαφορά που το χωρίζει από τη Ν.Δ. Λογική η ελπίδα. Αν κρίνει κανείς από τα υψηλά ποσοστά συσπείρωσης της Ν.Δ. (95%) και τα χαμηλά του ΠΑΣΟΚ (65%) οι «αναποφάσιστοι» κατά το μεγαλύτερο μέρος προέρχονται από το κυβερνών κόμμα. Οι αναποφάσιστοι των δημοσκοπήσεων συνήθως, όταν φτάνουν στην κάλπη επανέρχονται στο κόμμα απ' όπου αποσπάσθηκαν. Αυτή τη φορά όμως δεν ξέρουμε αν θα συμβεί αυτό ή αν θα προτιμήσουν το κόμμα της... αποχής. Η αποχή και η «χαλαρή ψήφος», δηλαδή η ψήφος χωρίς έντονο ιδεολογικό και πολιτικό χρώμα, συμφέρουν στη Ν.Δ. η οποία προσπαθεί να ενισχύσει αυτές τις τάσεις με κάθε τρόπο. Η θέση της Ν.Δ. ότι δεν θα θέσει ζήτημα κυβερνητικής αλλαγής και αν ακόμα έχει αυτή το προβάδισμα (παρ' όλο ότι η θέση αυτή εκ των πραγμάτων δεν είναι και τόσο αξιόπιστη) ενισχύει τη χαλαρότητα της ψήφου, αποτρέπει (ώς ένα βαθμό) τις αντισυσπειρώσεις και αποδυναμώνει την πελατειακή ψηφοφορία του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Κ. Σημίτης αντιθέτως θέτει αλλεπάλληλα πολιτικά και ιδεολογικά διλήμματα στο εκλογικό σώμα, προσπαθώντας έτσι να εξουδετερώσει τη «χαλαρότητα της ψήφου», να αποτρέψει τη διαρροή προς τα μικρότερα συγγενή κόμματα και να κερδίσει μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων, οι οποίοι φαίνεται ότι θα κρίνουν τον «αγώνα στο νήμα»! Ο κ. Κ. Καραμανλής εν τούτοις παρά την προτίμησή του προς τη «χαλαρότητα» έριξε στο πεδίο της μάχης όλα τα εσωτερικά προβλήματα με αιχμή την ανεργία και την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη. Δεν κρίνουμε τις αντιλήψεις του πάνω σ' αυτά, αλλά θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ελαφρά αντίφαση στην προεκλογική του τακτική: Πώς μπορεί ο ψηφοφόρος ν' απαντήσει «χαλαρά», δηλ. όσο γίνεται λιγότερο πολιτικά, σε τόσο κρίσιμα και αιχμηρά θέματα. Αλλωστε τα θέματα αυτά τίθενται ως πολιτική επιλογή και ως αντίβαρο στην «πρόοδο των αριθμών» που είναι το «ατού» του κ. Κ. Σημίτη, αλλά και βασική προϋπόθεση για την ΟΝΕ, με την οποία συμφωνούν απολύτως τα δύο μεγάλα κόμματα!

Ποια πολιτική σημασία θα μπορούσε να έχει το προβάδισμα του ενός κόμματος ή του άλλου; Ο κ. Στ. Μάνος ισχυρίζεται ότι δεν θα έχει καμιά, τουλάχιστον για τη μακροχρόνια διάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Για τις άμεσες όμως πολιτικές εξελίξεις στον εναπομείναντα ώς τις βουλευτικές εκλογές χρόνο η σημασία του προβαδίσματος φαίνεται να είναι σημαντική. Γι' αυτά όμως αύριο...

Του ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗ