ΣΚΕΨΕΙΣ (30-06-98)

Σε βλέπω

Λεωφόρος Κηφισίας, σε ώρα αιχμής. Η λωρίδα των λεωφορείων -ο τόσο ακαλαίσθητος, λεκτικά, λεωφοριόδρομος- είναι γεμάτος με μηχανάκια, Ι.Χ., ακόμη και φορτηγά. Ο λεωφοριόδρομος είναι ένα κατά συνθήκην ψεύδος, ένας κανόνας που αθετείται διαρκώς με μανούβρες. Σήμερα, πάντως, παραφυλάνε αστυνομικοί- μία από τις τελευταίες ίσως καλοκαιρινές περιπολίες. Τα αυτοκίνητα κινούνται με ρυθμό και τρόπους ανάπηρων καβουριών κι έτσι, από τα ανοιχτό παράθυρο του ταξί, έχω το χρόνο να παρακολουθήσω τη μέθοδο της περιπολίας: δύο αστυνομικοί στέκονται, εν είδει προειδοποίησης, κάτω από τις ασθενικές φυλλωσιές, στο ύψος του Φάρου. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων σχεδόν δεν τους αντιλαμβάνονται, τους προσπερνούν με βραδύτητα αντανακλαστικών, από τη μεγάλη ζέστη. Καμιά αντίδραση. Προς στιγμήν σκέφτεσαι μήπως τα όργανα της τάξης είναι οφθαλμαπάτη. Η επόμενη ομάδα είναι στημένη μερικά μέτρα πιο κάτω - τώρα τα αντανακλαστικά καλυτερεύουν. Τα «παράνομα» αυτοκίνητα χώνονται, στιγμιαία, στη μεσαία λωρίδα κι ένα μέτρο πιο κάτω ξαναρχίζουν τις ζαβολιές: σαν τα άταχτα παιδιά που κρύφτηκαν από τους μεγάλους κι έκαναν το δικό τους, οι οδηγοί επιστρέφουν στον λεωφοριόδρομο. Η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να φαίνεται τίμια - όχι και να είναι. Αλλά την τρίτη φορά τσακώνουν τον κλέφτη, έτσι δεν είναι; Οι ελληνικές παροιμίες αποδεικνύουν την ακλόνητη ισχύ τους. Η τρίτη ομάδα αστυνομικών σταματάει τους οδηγούς κι εκείνοι ψελλίζουν τις γνωστές δικαιολογίες -«στρίβω στον παράδρομο», «το σπίτι μου είναι στη γωνία» κ.λπ. αλλά αυτή τη φορά δεν υπάρχει οίκτος. Αυτό το περίεργο εθιμοτυπικό περιπολίας που ξεκινάει από ανοχή και καταλήγει σε τιμωρία είναι μια πρώτης τάξεως μεταφορά για τον δημόσιο βίο. Κατά συνθήκην νόμοι, παραβάσεις, επιδερμικές και τυχάρπαστες τιμωρίες. Είναι σαν να σου λένε: σε βλέπω, άρα παρανομείς. Δεν σε βλέπω, δεν παρανομείς. Ολα τα δημόσια μέτρα, όλες οι μέθοδοι θεραπείας υπακούουν σ' αυτή τη λογική. Πουθενά το αόρατο μάτι του νόμου - μόνο το ορατό του αστυνόμου. Η υποταγή στους νόμους είναι ζήτημα καλών αντανακλαστικών, σβελτάδας. Γι' αυτό εξακολουθεί να έχει τόση πέραση το μοντέλο του «εξυπνάκια» Ελληνα που γλιτώνει από τις δαγκάνες του νόμου, της εφορίας, του κράτους. Μαθαίνεις λοιπόν να υποκρίνεσαι, να παίζεις του παιχνίδι του κλέφτη και του αστυνόμου. Οι νόμοι υπάρχουν για να τους ξεφεύγουμε, ιδίως σ' αυτή τη χώρα. Ο οδηγός που επιστρέφει στην απαγορευμένη λωρίδα έχει την αίσθηση ότι συμμορφώθηκε, ότι το καθήκον του τέλειωσε εκεί. Και ίσως να έχει δίκιο. Το καθήκον του τέλειωσε πράγματι εκεί. Αφού είναι ένα καθήκον-παιχνίδι...

Της ΑΜΑΝΤΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ