ΣΧΟΛΙΟ Του Κ.Ι. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ - (06-11-97)

Μόνον η συνέχεια θα δείξει, αν...

Η πολυσυζητημένη συνάντηση Σημίτη - Γιλμάζ στην Αγία Πελαγία του Ηρακλείου Κρήτης ανήκει ήδη στο παρελθόν. Αν θα συνδεθεί με κάποιο παρόν στο μέλλον, είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί ασφαλώς σήμερα. Συμφώνως προς μια εκδοχή, στην Αγία Πελαγία «δεν συνέβη τίποτε», πέρα από τη διαπίστωση ενός καλού «κλίματος» στη συζήτηση που είχε ο Ελληνας πρωθυπουργός με τον θεωρούμενο «μετριοπαθή» Τούρκο συνάδελφό του. Ενός «κλίματος» που υποτίθεται ότι θα συμβάλει σε κάποια εκτόνωση της μεγάλης ελληνοτουρκικής έντασης των τελευταίων εβδομάδων του Οκτωβρίου. Κατά μιαν άλλη εκδοχή, οι δύο πρωθυπουργοί, πιεζόμενοι από την Ουάσιγκτον, συμφώνησαν σε ορισμένα πράγματα και ιδιαιτέρως στην επίδειξη, αμοιβαίως, καλής διάθεσης για συζήτηση «μέτρων εμπιστοσύνης» στο Αιγαίο στο πλαίσιο του πάντοτε πρόθυμου για την αναζήτηση «μέτρων» ΝΑΤΟ. Είναι και οι ανάγκες της «νέας δομής» της Συμμαχίας που αφήνουν περιθώρια για την επίδειξη καλής πίστης αυτή την εποχή...
Ενδιαφέρον, όμως, έχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης του μέλλοντος των ελληνοτουρκικών σχέσεων: αυτή που αφορά τη στάση της Ελλάδας στο ζήτημα της εξέλιξης των ευρωτουρκικών σχέσεων. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί ιδιαιτέρως την Ευρωπαϊκή Ενωση, δεδομένων των διαφωνιών που υπάρχουν μεταξύ εταίρων για το εύρος της «ειδικής σχέσης» που θα μπορούσε να έχει μελλοντικώς η Τουρκία με την Ε.Ε. και δεδομένης της (έως τώρα τουλάχιστον) στάσης της Αθήνας που συνδέει την εξέλιξη αυτού του ζητήματος με τη συμπεριφορά της Αγκυρας προς αυτήν, αλλά και στο Κυπριακό. Λίγη σημασία έχει συνεπώς το γεγονός ότι απέφυγαν οι δύο πλευρές στην Κρήτη να «δεσμευθούν» σε μια κοινή ανακοίνωση, όπως είχε γίνει προ μηνών στη Μαδρίτη. Είναι πολλά και δύσκολα αυτά που θα έπρεπε να συμβούν από εδώ και στο εξής, ώστε να σημειωθεί κάποια ουσιαστική εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και ας «επείγεται» η αμερικανική πλευρά να διαπιστώσει την παραγωγή «αποτελεσμάτων» από τον διαμεσολαβητικό της ρόλο. Αλλωστε, ας μη λησμονείται ότι η αμερικανική διπλωματία δεν φημίζεται για την επιδεξιότητά της ούτε για την οξυδέρκειά της.