ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ (06-11-97)

Αριθμοί φθεγγόμενοι!

Με τους αριθμούς και τις στατιστικές ασχολούνται κυρίως οι οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, εκτός βεβαίως από τις ειδικές εφημερίδες και τα περιοδικά. Καμιά φορά, όμως, αξίζει τον κόπο να δούμε και μεις, οι μη οικονομολογούντες, τους αριθμούς και να προβληματισθούμε με αυτούς. Διότι οι αριθμοί δεν εκφράζουν απλώς μια συγκεκριμένη σχέση, ή μεταβολές μεγεθών, αλλά η διερεύνηση των αιτίων των μεταβολών που εκφράζονται από τους στεγνούς αριθμούς μπορεί να δώσει αφορμή για προεκτάσεις κοινωνικές, οικονομικές, για ενδείξεις αλλαγής του τρόπου ζωής ακόμη.
Ετσι, η απότομη και μεγάλη αύξηση της ζητήσεως ηλεκτρικής ενέργειας τον περασμένο Οκτώβριο -αυξήθηκε κατά 8,4% σε όλη την Ελλάδα, ενώ τον αντίστοιχο μήνα του 1996 η αύξηση ήταν 2,9%- μας κάνει να σκεφθούμε τους λόγους που την προκάλεσαν. Οταν, μάλιστα, παρατηρείται ότι στην περιοχή Αττικής η αύξηση ήταν 7,2%, ενώ στη «λοιπή Ελλάδα» η αύξηση φθάνει το 12,5%. Τον αντίστοιχο Οκτώβριο του περασμένου έτους η αύξηση στην Αττική ήταν 5,3% και στη «λοιπή Ελλάδα» 3,9%. Τι προκάλεσε, λοιπόν, τις τόσο μεγάλες διαφορές και γιατί η ζήτηση ρεύματος έχει αυξηθεί τρομακτικά στην επαρχία;
Πριν προχωρήσουμε στην έρευνα των αριθμών θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τους τελευταίους μήνες παρατηρείται μια σταθερή αύξηση της ζητήσεως ηλεκτρικής ενέργειας στην «λοιπή Ελλάδα» η οποία είναι μεγαλύτερη από την αύξηση της ζητήσεως στην Αττική. Και θα πρέπει να τονίσουμε ότι αναφερόμεθα πάντοτε στη ζήτηση για οικιακή χρήση και εμπορικούς καταναλωτές και όχι στη ζήτηση της μεγάλης βιομηχανίας (που τροφοδοτείται από γραμμές 150 κιλοβόλτ).
Κατ· αρχήν λοιπόν φαίνεται ότι η επαρχία εκσυγχρονίζεται. Και όπως επισημαίνουν οι παροικούντες την Χαλκοκονδύλη η αύξηση της ζητήσεως οφείλεται κυρίως στην επέκταση των κλιματιστικών συσκευών -που τώρα πια είναι και αντλίαι θερμότητος- δηλαδή χρησιμοποιούνται εκτός από ψύξη και για θέρμανση. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το δωδεκάμηνο έως το τέλος του παρελθόντος Οκτωβρίου η συνολική αύξηση της ζητήσεως ηλεκτρικής ενεργείας ήταν 4,0%, ενώ στην Αττική ήταν 3,2% και στη «λοιπή Ελλάδα» 5,3%. Εάν τώρα προσθέσουμε ότι τις τελευταίες ημέρες του περασμένου Οκτωβρίου ενέσκηψε βαρύς χειμώνας με χιόνια στη Βόρειο Ελλάδα και με τη βλακώδη απόφαση των «αρμοδίων» να μη μειώσουν έστω και για λίγες ημέρες τον ειδικό φόρο καταναλώσεως στο ντίζελ θερμάνσεως, τότε είναι πιθανόν να εξηγήσουμε την απότομη και μεγάλη αυτή ζήτηση ενεργείας. Η οποία παρουσιάζεται τόσο στην Αττική όσο και στη «λοιπή Ελλάδα».
Φαίνεται όμως ότι δεν είναι μόνον οι κλιματιστικές συσκευές, αλλά ότι η επαρχία πράγματι εκσυγχρονίζεται και το νοικοκυριό γίνεται «ηλεκτρικό». Γιατί δεν είναι μόνον οι κλιματισμοί, είναι τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων, οι θερμοσίφωνες, οι διάφορες ηλεκτρικές συσκευές που χρησιμοποιούνται. Εφ· όσον δε, το φυσικό αέριο δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή του στην οικιακή χρήση στη χώρα μας -και κατά τα φαινόμενα θα αργήσει για αρκετά χρόνια- ο ηλεκτρισμός θα αποτελεί την αποκλειστική σχεδόν πηγή ενέργειας. Θα άξιζε μάλιστα τον κόπο οι διάφοροι «ρεπόρτερ» να ερευνήσουν τις πωλήσεις ηλεκτρικών συσκευών στις διάφορες περιοχές της χώρας τα τελευταία χρόνια για να δούμε εάν επαληθεύονται οι υποθέσεις και οι σκέψεις αυτές. Το θέμα όμως έχει και άλλες διαστάσεις. Οι οποίες και γενικότερες είναι, αλλά και μεγαλύτερη σημασία έχουν. Διότι θα πρέπει να δούμε και την τιμολογιακή πολιτική στα διάφορα καύσιμα. Εάν υπάρχει δηλαδή μεγάλη διαφορά τιμής, ανά μονάδα θερμάνσεως ή μονάδα χρήσεως, μεταξύ ηλεκτρισμού, πετρελαίου, ξύλων ή υγραερίου. Ισως, δηλαδή, η τιμή του ρεύματος να είναι σχετικά χαμηλή και να προτιμά ο πολίτης να θερμαίνεται με το κλιματιστικό αντί να χρησιμοποιεί πετρέλαιο ή άλλες πηγές (σόμπες, υγραέριο, ξύλα, κάρβουνο).
Οι αριθμοί λοιπόν εκφράζουν όχι μόνο μεταβολές μεγεθών, αλλά και αποφάσεις και επιλογές καταναλωτών, τρόπο ζωής του πληθυσμού. Και ίσως θα πρέπει να αποτελέσουν πλέον αντικείμενο συστηματικής μελέτης, αλλά και κανονικών ανακοινώσεων από τους αρμοδίους φορείς. Γιατί αποτελούν πραγματικούς δείκτες όχι μόνον οικονομικών, αλλά και κοινωνικών μεταβολών, ενώ αντικατοπτρίζουν και πιθανές διαφορές τιμολογιακής πολιτικής. Διότι, τελικώς, οι αριθμοί φθέγγονται εάν κανείς ξέρει να τους διαβάζει!

Σχολιάζει ο Παρατηρητής